Life is a book and those who do not travel, read only one page

Alytus - Trakai - Vilnius

Πληροφορίες Ταξιδιού

Οδοιπορικό 2006 I
Ημερομηνία: Πέμ, 20/07/2006
Λιθουανία
Απόσταση: 100 χλμ.
Μοτοσυκλετιστές: Βαγγέλης
Φωτογράφοι: Βαγγέλης
Συγγραφείς: Βαγγέλης
Φωτογραφίες: Σύνδεσμος

Αξιοθέατα

20 Ιουλίου 2006:Κοιμήθηκα αρκετά για τα δεδομένα του ταξιδιού. Το πρωί είχα εγερτήριο κατά τις 8:15πμ. Το συμπαθητικότατο το πρωινό ήταν ότι καλύτερο για να πάρω δυνάμεις για ένα καλό ξεκίνημα αυτής της μέρας.
 
Η πρωινή συνεννόηση ήταν να συναντηθούμε με τον Suzis και την Nida στο ίδιο σημείο με την προηγούμενη μέρα, στις 5:30μμ. το απόγευμα (μετά τη δουλειά τους). Θα επισκεπτόμαστε μαζί στο κάστρο Trakai. Μετά θα συναντούσα τον Mindazzz (τον φίλο από το forum που είχα  το τηλέφωνο του), για να με πήγαινε στην πρωτεύουσα, Vilnius. Οπότε φόρτωσα τα πράγματα, έτοιμος για να μετα-κοιμηθώ στην Vilnius. Έκανα μια βόλτα μεσημεριανή μόνος μου. Κινήθηκα 100 χιλιόμετρα παραπέρα, για να πάρω μια γεύση της ευρύτερης περιοχής. Εκτός του ποταμού Nemunas, που είναι ο μεγαλύτερος στη Λιθουανία, δεν υπήρχε τίποτα το ενδιαφέρον. Οι μικρές πόλεις έμοιαζαν αρκετά μεταξύ τους! Στο δρόμο που πήγαινα, αποφάσισα να πάρω έναν παράδρομο να δω που βγάζει. Πήγαινε παράλληλα με τον Nemunas. Ακολουθώντας τον για περίπου 10χλμ.,  ο δρόμος συνεχώς στένευε ώσπου κατέληξε σε μια λωρίδα και έμπαινε στο δάσος. Τον ακολούθησα και άλλο μέχρι που έφτασα σε μια ψευτο-κατασκήνωση με διάφορα ξύλινα σκαλιστά αγάλματα στη μέση του δάσους. Στα 30 μέτρα ήταν οι όχθες του ποταμού, ενώ παραπέρα καλοκαιρινές κατοικίες και εξοχικά. Οι μισές φαίνονταν κατοικημένες ενώ άλλες εγκαταλελειμμένες. Αφού έκατσα στην κατασκήνωση για κανένα 30λεπτο χαζεύοντας τα ξύλινα σκαλίσματα και τον ποταμό, πήρα τον δρόμο της επιστροφής προκειμένου να συνέχιζα το ταξίδι μου τριγύρω από την Alytus. Εξάλλου έπρεπε να συναντούσα τα παιδιά γύρω στις 5:30μμ.
 
Σύμφωνα με τα όσα είχα δει μέχρι εκείνη την στιγμή, μπορούσα να πω ότι η Λιθουανία είναι χώρα υπό συνεχή και γρήγορη ανάπτυξη, τουλάχιστον όσον αφορά τους δρόμους και τα αναπτυξιακά έργα. Ο βασικός μισθός των Λιθουανών είναι γύρω στα 300€, πράγμα που προσελκύει αρκετούς ξένους επενδυτές, λόγω των φτηνών εργατικών χεριών. Όσο για τον κόσμο, αυτό που έχω συμπεράνει είναι ότι γενικώς είναι άκακοι άνθρωποι, καλοί και ευγενικοί και λίγο “στραβωμένοι” με την Σοβιετική Ένωση. Όταν λέω λίγο, εννοώ ότι φυσικά είναι χαρούμενοι που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, αλλά όχι ότι θα έχουν εχθρική στάση έναντι Ρώσων που θα συναναστραφούν, σε αντίποινα της πρώην “σκλαβιάς” τους.
 
Οι οδηγοί είναι λίγο περίεργοι, ιδιαίτερα αυτοί που οδηγούν BWM και Mercedes, οι οποίοι συνήθως επιδίδονται σε «οδικές φιγούρες», φαινόμενο που μπορεί να δει κάποιος και στην Ελλάδα. Όσο για τα αγγλικά τους στις συνεννοήσεις τους είναι σε μέτριο επίπεδο. Δεν μιλάνε όλοι, αλλά τουλάχιστον προσπαθούν. Αυτό που μετράει είναι ότι όλοι είναι φιλικοί. Επίσης δεν κρύβεται το γεγονός ότι όλοι έχουν μια συμπάθεια και περιέργεια για τις μηχανές και όταν περνάει κάποιος, τον κοιτάνε από πάνω μέχρι κάτω!
 
Στις 5:30μμ. επέστρεψα στη κεντρική πλατεία της Alytus, περιμένοντας τα παιδιά. Κατά τις 6 παρά, εμφανίστηκαν και οι δύο τους. Ο Suzis με ένα Suzuki 600cc 2004 κίτρινο και η Nida με ένα Kawasaki ZX-6R πράσινο. Και οι δύο τους εξοπλισμένοι με ολόσωμες δερμάτινες στολές. Αφού κάναμε ένα τσιγάρο και τα είπαμε λίγο, ξεκινήσαμε για το κάστρο Trakai, όπου θα συναντούσαμε τον Mindazzz. Το κάστρο απείχε 80χλμ. από την Alytus και περίπου 25 από Vilnius. Ο δρόμος ήταν σε καλή κατάσταση με πλούσια δασώδη βλάστηση, όπως πάντα. Ο Suzis οδηγούσε μπροστά με 130-150 χλμ/ώρα, η Nida να ακολουθεί, ολίγον φοβούμενη και εγώ τρίτος και τελευταίος, να χαζεύω τη διαδρομή.
 
Φτάνοντας Trakai, το σκηνικό της μικρής πόλης ήταν καθαρά τουριστικό: Τουρίστες πολλοί στους δρόμους να βολτάρουν και όλα τα μαγαζιά ανοιχτά να πουλάνε σουβενίρ. Στο τέλος του δρόμου, η μεγάλη αποκάλυψη: Το κάστρο, μαγευτικό, όπως σε κάτι παραμύθια, να προβάλει σε ένα εκ των πολλών νησιών της λίμνης. Μικρά ιστιοφόρα γεμάτα με τουρίστες να κάνουν βόλτες τριγύρω από το κάστρο αλλά και παραπέρα στη λίμνη. Καθίσαμε σε μια καφετέρια-μπυραρία λίγο πιο πέρα. Ήταν υπερυψωμένη δίνοντας σου την δυνατότητα να απολαύσεις την θέα του κάστρου αλλά και μεγάλου μέρους της λίμνης με τα νησάκια της. Το τραπέζι μακρόστενο και ξύλινο, το ίδιο και οι πάγκοι με πλάτη για να ακουμπάς (έχει σημασία για μετά αυτό που αναφέρω τώρα). Αφού παραγγείλαμε μπίρες και κάτι ωραία φαγώσιμα (σφολιάτα γεμισμένη με κρέας), χαλαρώσαμε.
 
Γύρω στα 30 λεπτά αργότερα, άκουγα έναν θόρυβο, ένα βουητό, να δυναμώνει όλο και πιο πολύ. Κοίταζα μπας και μπουμπουνίζει. Μετά από λίγο, και ενώ το βουητό δυνάμωνε, διέκρινα στο δρόμο 20 μηχανές, στοιχισμένες σε δυάδες να έρχονται προς το μέρος μας. “Κοίτα οργάνωση οι Λιθουανοί”, αναλογίστηκα... Γυρνώντας το κεφάλι του ο Suzis προς το μέρος μου και είπε, «ααα, ο Mindazzz, για σένα ήρθανε!». Εκείνη τη στιγμή με έπιασε ένα δέος! Στη λαϊκή διάλεκτο ονομάζεται ανατριχίλα! Όλος ο κόσμος κοίταζε άναυδος το μεγάλο κομβόι από μηχανές που μας πλησίαζε. Εγώ τα είχα χάσει, δεν ήξερα τι να πω! Οι μηχανές ποικίλες: πολλές custom-made, μετρημένα sport-touring και κάνα δυο μόνο on-off, αλλά με στυλ! Μόλις παρκάρισαν, ένας - ένας άρχισαν να έρχονται στο τραπέζι μας και να με χαιρετάνε. Οι περισσότεροι ήξεραν αγγλικά, ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν.
 
«Πολύ ευγενικά», 10 άτομα σήκωσαν τους πάγκους και τους ένωσαν. Και λέγοντας «πολύ ευγενικά», εννοώ, σηκώνω τον πάγκο και δεν πάει να είναι και ο άλλος επάνω, δεν μου καίγεται καρφί! Αφού άραξαν όλοι, οι μπίρες και οι μεζέδες έφευγαν κατά συρροή!!! Βασική και εύλογη απορία όλων ήταν: πως και γιατί βρέθηκα στα μέρη τους, τόσα πολλά χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα. Η δική μου απορία και έκπληξη ήταν το μεγάλο ενδιαφέρον τους να συναντήσουν ένα ξένο μοτοσικλετιστή ταξιδιώτη... Ο Mindazzz μου αποκάλυψε ότι έβαλε θέμα στο forum του motomanai.lt: «Πάμε να υποδεχθούμε τον Έλληνα»!!! Το αποτέλεσμα: 20 μηχανές, έτσι .... για την πλάκα, την περιέργεια, το ενδιαφέρον.
 
Ακολούθησε συζήτηση για διάφορα θέματα χωρίς να καταλαβαίνω πως περνούσε η ώρα. Κατά τις 9 αποφασίσαμε να φύγουμε. Χαιρετήθηκα με Suzis & Nida και τους ευχαρίστησα νιώθοντας απέραντη ευγνωμοσύνη και υποχρέωση. Καβάλησα τη μηχανή για να ακολουθήσω το μοτοσικλετιστικό κομβόι. Την ώρα που ετοιμαζόμουν στο parking, ο Mindazzz έβγαλε μια μπλούζα με το λογότυπο του «motomanai.lt» την οποία μου δώρισε ως αναμνηστικό της συνάντησής. Τα έχασα!!! Δεν ήξερα τι να πω... Για μια ακόμα φορά εντυπωσιάστηκα με την συμπεριφορά των Λιθουανών!
 
Η Nida ήθελε φωτογραφία με την μπλούζα. Όλοι φωτογραφία ήθελαν. Έτσι λοιπόν οι μισοί έβγαζαν φωτογραφία με εμένα και οι άλλοι μισοί την μηχανή μου, τονίζοντας το αυτοκόλλητο «GR» της πινακίδας μου. Μετά από ανασύνταξη της ομάδας και πολλά μαρσαρίσματα (...κόφτες δηλαδή!!!), έτσι για τον χαβαλέ, ξεκινήσαμε για Vilnius.
 
Περί τα 15 χιλιόμετρα πριν την πόλη, κάναμε μια στάση σε ένα ξέφωτο που συνήθιζαν να αράζουν όλοι... σαν ένα «φυσικό στέκι» θα έλεγα. Πήραμε μερικές μπίρες και καθίσαμε λέγοντας διάφορα και κυρίως αρκετά ανέκδοτα (κυρίως στα λιθουανικά, αλλά είχα και μεταφραστή στα αγγλικά). Η θέα από εκεί που καθόμασταν ήταν εκπληκτική!!!! Ήμασταν σε έναν λόφο και μπορούσε κανείς να διακρίνει τον ποταμό Nemunas που διέσχιζε ένα τεράστιο δάσος. Μετά από μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες, συνεχίσαμε για Vilnius. Τα παιδιά αποφάσισαν να πάμε στην παλιά πόλη για να φάμε κάτι. Κάποιοι στην πορεία μας αποχαιρέτησαν. Είχαμε μείνει γύρω στα 12 άτομα, ικανοί, βεβαίως, να κάνουν αισθητό την παρουσία τους!
 
Φτάσαμε στην παλιά πόλη. Σταματήσαμε μπροστά σε ένα ελληνικό εστιατόριο. «Παιδιά!», φώναξα, «Μου φαίνεται χαζή ιδέα! Έκανα 2.500χλμ. για να φάω σε ελληνικό μαγαζί;;;». «Ωχ! Έχεις δίκιο», μου απάντησαν. Ανεβήκαμε ξανά στα μηχανάκια και πήγαμε σε ένα κλασικό λιθουανικό φαγάδικο που ήξεραν. Στην καφετέρια-φαγάδικο που καθίσαμε, παράγγειλα «cepelinai» (ζέπελιν), το τοπικό πιάτο της χώρας. Ουσιαστικά, ήταν μια γεμιστή πατάτα με κρέας, ντυμένη με κρέμα γάλακτος. Πολύ γευστικό πιάτο, αλλά παράλληλα πάρα πολύ βαρύ αν το φας βράδυ.
 
Όσο περνούσε η ώρα, εμένα είχε αρχίσει να με απασχολεί το θέμα του ύπνου, μιας και ήταν ήδη 10:30 το βράδυ. Έπρεπε να είχα βρει ξενοδοχείο. Το ανέφερα στα παιδιά με την προοπτική να μου προτείνουν κάποιο κατάλυμα. Τη λύση, όμως, την είχαν ήδη έτοιμη....  Ο Romanus (ένας εκ των πολλών) μου πρότεινε να με φιλοξενήσει, καθώς διέθετε ένα ελεύθερο κρεβάτι ελεύθερο στο σπίτι του. Πραγματικά δεν ήξερα τι να σκεφτώ και τι να πω! Για μια ακόμα φορά εντυπωσιάστηκα με την φιλοξενία τους. Προσπάθησα να το αποφύγω, αλλά η επιμονή του Romanus έκαμψε κάθε αντίστασή μου. Του εξήγησα πως μου φαινόταν παράξενο πως  έπαιρνε το ρίσκο να φιλοξενήσει κάποιον που δεν γνωρίζει. Μου απάντησε πως το έχει κάνει αρκετές φορές σε ανάλογες περιπτώσεις και το θεωρούσε κάτι φυσιολογικό και κυρίως για κάποιον που ερχόταν από τόσο μακριά! Αποδέχτηκα την πρόταση του και τον ξεκινήσαμε για το σπίτι του.
 
Φτάνοντας κοντά στο σπίτι του, μου ανέφερε πως η περιοχή διαθέτει parking. Επρόκειτο έναν ιδιωτικό φυλασσόμενο χώρο, 300 μέτρα περίπου από το σπίτι του. Διέθετε φύλακα και κόστιζε 5 Litas (1,5€) για ολόκληρο το βράδυ. Ξεφτίλα! Παρκάρισα την μηχανή, πήρα τα απολύτως απαραίτητα και κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι.

Το διαμέρισμά του ήταν στις αντίστοιχες δικές μας εργατικές κατοικίες. Οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης έμεναν σε αυτού του είδους σπίτια, χαρακτηριστικό απομεινάρι του πρώην «Ανατολικού  Μπλοκ». Μπαίνοντας στο διαμέρισμα του Romanus, αντίκρισα ένα μικρό, ζεστό και απέριττο σπίτι, σαν γκαρσονιέρα, αλλά τα παιδιά ζούσαν μια χαρά εκεί. Στο σαλόνι-κρεβατοκάμαρα υπήρχαν 2 κρεβάτια. Στο πρώτο, το διπλό, που την ώρα εκείνη κοιμόταν η φίλη του, με την οποία συζούσε. Το δεύτερο προοριζόταν για μένα που βρισκόταν δίπλα. Ντράπηκα εκείνη τη στιγμή μόλις είδα την κατάσταση, καθώς ένιωσα την αναστάτωση που πιθανότατα προκαλούσα. Η συμπεριφορά όμως του Romanus με έκανε να το ξεπεράσω κάπως. Τον ευχαρίστησα και την έπεσα κατευθείαν κάτω από το χοντρό πάπλωμα, «πτώμα» από την κούραση.