Στο πλαίσιο της αναζήτησης δροσιάς , καθώς το καλοκαιράκι έχει μπεί για τα καλά, αποφασίσαμε με τη Σιεργιανή και το Μιχάλη να επισκεφθούμε τον ποταμό Αχέροντα, ως εναλλακτική μορφή βόλτας και τουρισμού. Ο Αχέροντας βρίσκεται 74 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από τα Γιάννενα, στο χωριό Γλυκή, κοντά στο Σούλι.
Ο Αχέρων Ποταμός, από τη λέξη άχος - λύπη, Αχέρων - χωρίς χαρά, ποταμός της λύπης, είναι από τους πιο διάσημους παγκοσμίως, όχι τόσο για το μέγεθός του, αλλά εξ αιτίας του μεταφυσικού περιεχομένου των μυθολογικών πληροφοριών που κουβαλάει στα νερά του. Κατά τις θρησκευτικές δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων, ο Αχέροντας ήταν γιος της Γης. Επειδή όμως κατά την Τιτανομαχία, ο Αχέροντας έδωσε στους Τιτάνες νερό για να ξεδιψάσουν, καταδικάστηκε από τον Δία να μείνει αιώνια κάτω από την Γη. Το ποτάμι αυτό, έπρεπε να διαβούν οι ψυχές των νεκρών για να φθάσουν στο βασίλειο του Άδη. O θεός Ερμής έφερνε τις ψυχές στον Χάροντα. Από εκεί και πέρα αναλάμβανε ο Χάρων, ο γέρος βαρκάρης. Η διάβαση από την μια όχθη στην άλλη γινόταν με το πορθμείο του Χάροντα, που έπαιρνε ως αμοιβή έναν οβολό από κάθε νεκρό. Ο Χάροντας οδηγούσε τις ψυχές μέσω του ποταμού στην Λίμνη Αχερουσία, στα έγκατα της οποίας ήταν το βασίλειο του Άδη.
Διασχίζοντας το ποτάμι γίνεται αντιληπτό για πιο λόγο οι αρχαίοι μας πρόγονοι έπλασαν μια τόσο όμορφη ιστορία. Τα μάτια των νεκρών έπρεπε να χορτάσουν ομορφιά και να ταξιδέψουν με τις ωραιότερες τελευταίες εικόνες στο μυαλό τους. Φτάνοντας στη Γλυκή, έχεις δύο επιλογές, σχετικα με το από ποια μεριά θα προσεγγίσεις το ποτάμι, είτε από αριστερά, είτε από δεξιά. Και στις δυο περιπτωσεις υπάρχουν δρόμοι που σε οδηγούν προς τις πηγές. Επιλέξαμε την αριστερή πλευρά και ο δρόμος μας οδήγησε σε ένα parking, όπου αφήσαμε τις μηχανές και αρχίσαμε την πεζοπορία.
Στο χώρο δραστηριοποιούνται πολλοί επαγγελματίες και μπορείς να κάνεις κατάβαση του ποταμού με βάρκα, βόλτα με άλογα κτλ. Απαραίτητα κρίνονται εδώ τα παπούτσια για το ποτάμι, καθώς χωρίς αυτά είναι δύσκολο να περπατήσεις πάνω στα ποταμίσια βότσαλα. Επίσης χρειάζεται μόνο το μαγιό καθώς είναι δύσκολο να φτάσεις στο σημείο που μπαίνεις στο ποτάμι και να μην μπεις μέσα στα κρυστάλλινα νερά του.
Μετά τα μαγαζάκια, διασχίσαμε το στενό δρόμο, στην αρχή είναι πλακόστρωτος, στη συνέχεια το τοπίο είναι τελείως φυσικό και παρθένο και σκιάζεται από μεγάλα πλατάνια. Μέχρι να φτάσεις στη μεγάλη πηγή, στην όχθη του ποταμού υπάρχουν βάθρες, που, αν αντέχεις το κρύο του νερού, μπορείς να κάνεις βουτιές. Η περιοχή έχει συμπεριληφθεί στον οργανισμό Νatura, υπάρχουν σε όλη τη διαδρομή πινακίδες που αναγράφουν ότι απαγορεύεται το camping, όμως παρόλα αυτά υπάρχουν άτομα που έχουν κατασκηνώσει.
Σε κάποιο σημείο ο δρόμος σε οδηγεί μέσα στο πότάμι, εκεί ακριβώς βρίσκεται και η πρώτη μεγάλη πηγή, το νερό διάφανο και αρκετά κρύο. Μετά την πρώτη έντονη επαφή και αφού προχωρήσαμε πιο πάνω από τις πηγές, το νερό αρχίζει και ζεσταίνει και το συνηθίζεις με το πέρασμα της ώρας. Η ροή του νερού είναι απαλή χωρίς να σε παρασέρνει. Το βάθος ποικίλει στα διάφορα σημεία και από τη μία πλευρά ως την άλλη μπορείς να επιλέξεις σημεία, αναλόγως τι θέλεις να κάνεις είτε να περπατήσεις είτε να βουτήξεις και να σε καλύψει το νερό, χωρίς όμως ακόμη να γίνεται απάτητο. Το ποτάμι κατεβαίνει ανάμεσα από τεράστιους βράχους, γεμάτους πλάτανους και στη βάση τους υπάρχουν πηγές διαφόρων μεγεθών, που αναβλίζουν μέσα στα νερά του ποταμού. Σε κάποια σημεία μπορείς και να πιείς.
Ακολουθώντας την κοίτη στρίψαμε αριστερά. Στο σημείο αυτό τα βράχια έρχονται τόσο κοντα που δεν αφήνουν τον ήλιο να περάσει. Εδώ συναντήσαμε το πρώτο σημείο, όπου πλέον για μια απόσταση 3-4 μέτρων το βάθος του νερού ξεπερνά τα 2 μέτρα και αναγκάζεσαι να κολυμπήσεις. Η φωτογραφική μηχανή σ'αυτό το σημείο αποτελεί εμπόδιο στο να συνεχίσεις την άνοδο του ποταμού. Πιο πάνω το τοπίο γίνεται ακόμη πιο άγριο. Μείναμε σ'αυτό το σημείο και αφού συμπληρώσαμε περίπου δυόμιση ώρες μέσα στο ποτάμι πήραμε το δρόμο της επιστροφής, η οποία είναι πιο εύκολη καθώς δεν έχεις την αντίσταση του νερού. Αυτό που νοιώθεις βγαίνοντας είναι μια αίσθηση εφορίας, αναζωογόνησης και ευεξία. Συγκρίνοντάς το με τη θάλασσα θα'λεγα ότι δεν υπάρχει κοινό σημείο αναφοράς. Μοναδική εμπειρία και θα προέτρεπα τον καθένα να τη ζήσει, αν δεν το χει κάνει μέχρι στιγμής.