Παρασκευή 16-5-2014
Οι δημοτικές εκλογές αποτέλεσαν την ευκαιρία για μια μικρή εκδρομή στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας και ειδικότερα στους ορεινούς όγκους των Τζουμέρκων. Ξεκινήσαμε το απόγευμα της Παρασκευής με προορισμό το χωριό Βαρειά, που βρίσκεται στις όχθες της μεγαλύτερης λίμνης της Ελλάδος, της Τριχονίδας. Η Βαρειά αποτελεί το τόπο καταγωγής του Στράτου, οπότε και θα διανυκτεύραμε στο συγκεκριμένο μέρος για τις 2 επόμενες μέρες. Εξαιτίας της αναμενόμενης κίνησης, λόγω εξόδου των εκλογών, αποφασίσαμε πως θα ήταν προτιμότερο να ακολουθήσουμε την διαδρομη για Θήβα – Λειβαδιά – Γαλαξίδι, προκειμένου να φτάσουμε Ναύπακτο και στην συνέχεια να κινηθούμε προς Αγρίνιο. Επιλέγοντας αυτή την εναλλακτική διαδρομή, αφενός θα αποφεύγαμε τον τραγικό δρόμο Κορίνθου – Πατρών, αφετέρου θα μας δινόταν η δυνατότητα να απολαύσουμε την διαδρομή. Έτσι και αλλιώςς δεν είχαμε κανένα λόγο να βιαζόμαστε...
Οι δημοτικές εκλογές αποτέλεσαν την ευκαιρία για μια μικρή εκδρομή στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας και ειδικότερα στους ορεινούς όγκους των Τζουμέρκων. Ξεκινήσαμε το απόγευμα της Παρασκευής με προορισμό το χωριό Βαρειά, που βρίσκεται στις όχθες της μεγαλύτερης λίμνης της Ελλάδος, της Τριχονίδας. Η Βαρειά αποτελεί το τόπο καταγωγής του Στράτου, οπότε και θα διανυκτεύραμε στο συγκεκριμένο μέρος για τις 2 επόμενες μέρες. Εξαιτίας της αναμενόμενης κίνησης, λόγω εξόδου των εκλογών, αποφασίσαμε πως θα ήταν προτιμότερο να ακολουθήσουμε την διαδρομη για Θήβα – Λειβαδιά – Γαλαξίδι, προκειμένου να φτάσουμε Ναύπακτο και στην συνέχεια να κινηθούμε προς Αγρίνιο. Επιλέγοντας αυτή την εναλλακτική διαδρομή, αφενός θα αποφεύγαμε τον τραγικό δρόμο Κορίνθου – Πατρών, αφετέρου θα μας δινόταν η δυνατότητα να απολαύσουμε την διαδρομή. Έτσι και αλλιώςς δεν είχαμε κανένα λόγο να βιαζόμαστε...
Ακολουθώντας, λοιπόν, την εθνική οδό για Κόρινθο, στο ύψος της Μαγούλας, στρίψαμε δεξιά για Θήβα – Λιβαδειά. Ο δρόμος περνάει μέσα από μια απίστευτη κατάφυτη περιοχή, που γίνεται ακόμα εντυπωσιακότερη αν κάποιος θελήσει να επισκεφτεί το χωριό Βίλια. Στο παρελθόν είχα περιπλανηθεί στο συγκεκριμένο μέρος –που αποτελεί τμήμα του όρους Κιθαιρώνα- και ακόμα θυμάμαι την σκέψη που μου είχε κολλήσει στο μυαλό: «...πόσο κοντά στην Αθήνα, μπορεί να βρίσκεται ένα τόσο όμορφο και κατάφυτο μέρος...»
Δυστυχώς αυτή την φορά δεν σταθήκαμε τόσο τυχεροί... Από την στιγμή που αφήσαμε την εθνική, ξεκίνησε μια έντονη καταιγίδα, που όχι μόνο δεν μας άφησε να απολαύσουμε την διαδρομή, αντιθέτως, μας ανάγκασε να είμαστε ιδιαίτερως προσεκτικοί, λόγω της παρουσίας και φορτηγών. Ευτυχώς, φτάνοντας προς την Θήβα, ο καιρός άλλαξε, δείχνοντας στοιχεία καλυτέρευσης, ενώ πίσω μας μπορούσαμε να δούμε τα βαρειά σύννεφα της βροχής που είχαν εγκλοβιστεί στα βουνά, τα οποία μόλις είχαμε διασχίσει. Αφού περάσαμε έξω από την Λιβαδειά, συνεχίσαμε δυτικότερα και στην διασταύρωση για Αράχωβα ή Δεσφήνα, στρίψαμε δεξιά προκειμένου να απολαύσουμε το καφεδάκι μας στο κοσμοπολίτικο χωριό. Εξάλλου, η διαδρομή –χιλιομετρικά- δεν έχει και τόσο μεγάλη διαφορά. Πέρα όμως από αυτό, διαμέσου της Αράχωβας, είναι περισσότερό εντυπωσιακή.
Η Αράχωβα είχε αρκετό κόσμο να κυκλοφορεί, ενδεχομένως λόγω της άφιξης ετεροδημοτών για τις εκλογές. Καθίσαμε σε μια από τις καφετέριες της πλατείας, η διακόσμηση των οποίων σου έδινε την εντύπωση πως βρισκόσουν σε αντίστοιχες ενός αστικού κέντρου... βεβαίως το ίδιο και οι τιμές. Τι να κάνεις όμως;;; Στην Αράχωβα βρίσκεσαι... Κατά τις 10 αναχωρήσαμε, ενώ πλέον είχε νυχτώσει για τα καλά. Το κρύο ήταν αισθητό, παρά το γεγονός πως βρισκόμασταν ήδη ένα βήμα πριν το καλοκαίρι! Αφού κατεβήκαμε την ελικοειδή διαδρομή που ενώνει τους Δελφούς με την Άμφισσα, στην συνέχεια κινούμενοι -στα περισσότερα σημεία της διαδρομής- παράκτια, φτάσαμε στο Ναύπακτο. Δυστυχώς δεν μπορούσαμε να απολαύσουμε το τοπίο, λόγω της νύχτας. Εντούτοις, το φως του σχεδόν «γεμάτου» φεγγαριού, έδινε μια ιδιαίτερη γοητεία. Αργά το βράδυ φτάσαμε στην Βαρειά, όπου μας περίμενε η οικογένεια του Στράτου. Η επόμενη μέρα θα ήταν αφιερωμένη σε διάφορες δουλειές, ξεκούραση και επίσκεψη στην όμορφη λίμνη.
Κυριακή 18-5-2014
Ξυπνήσαμε νωρίς για να ετοιμαστούμε και να αναχωρήσουμε προς Τζουμέρκα. Αρχικά, περάσαμε από ένα γειτονικό χωριό, την Νερομάνα, όπου βρισκόταν το εκλογικό τμήμα, που άνηκε ο Στράτος. Το συγκεκριμένο χωριό, ίσως να είναι από τα ομορφότερα της περιοχής της λίμνης για πολλούς λόγους: προσφέρει εντυπωσιακή θέα της Τριχωνίδα και διαθέτει πολλά νερά που δημιουργούν μικρούς καταρράκτες, προερχόμενα από έναν μεγάλο βράχο, στην βάση του οποίου είναι χτισμένη μια παλιά εκκλησία. Η μικρή πέτρινη πλατεία μπροστά της, δένει αρμονικά και τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού, τα οποία παλεύουν να διατηρήσουν κάποια στοιχεία της παραδοσιακής πετρόχτιστης αρχιτεκτονικής.
Ξυπνήσαμε νωρίς για να ετοιμαστούμε και να αναχωρήσουμε προς Τζουμέρκα. Αρχικά, περάσαμε από ένα γειτονικό χωριό, την Νερομάνα, όπου βρισκόταν το εκλογικό τμήμα, που άνηκε ο Στράτος. Το συγκεκριμένο χωριό, ίσως να είναι από τα ομορφότερα της περιοχής της λίμνης για πολλούς λόγους: προσφέρει εντυπωσιακή θέα της Τριχωνίδα και διαθέτει πολλά νερά που δημιουργούν μικρούς καταρράκτες, προερχόμενα από έναν μεγάλο βράχο, στην βάση του οποίου είναι χτισμένη μια παλιά εκκλησία. Η μικρή πέτρινη πλατεία μπροστά της, δένει αρμονικά και τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού, τα οποία παλεύουν να διατηρήσουν κάποια στοιχεία της παραδοσιακής πετρόχτιστης αρχιτεκτονικής.
Αφήσαμε την Νερομάνα και βρεθήκαμε να οδηγούμε στο εθνικό δίκτυο Αγρινίου – Άρτας. Στον περιφερειακό δρόμο της Άρτας, συναντήσαμε τον κόμβο για Αμμότοπο – Πράμαντα, όπου στρίψαμε δεξιά.Από τα πρώτα κιόλας χιλιόμετρα της διαδρομής, φάνηκε το τι θα ακολουθούσε. Ο στενός δρόμος, χωνόταν μέσα σε μια περιοχή με έντονη βλάστηση αποτελούμενη, κυρίως, από πλατάνια. Αφού οδηγήσαμε κάτι λιγότερο από 10χλμ. (πριν το χωριό Πλατανάκια) βρεθήκαμε στην διασταύρωση για Μακρύκαμπο. Συνεχίσαμε προς τα εκεί και σύντομα συναντήσαμε μια γέφυρα που ένωνε τις απέναντι όχθες του ορμητικού Άραχθου. Κάναμε μια ολιγόλεπτη στάση να απολαύσουμε την απίστευτη ομορφιά, μην μπορώντας να φανταστούμε πως θα ήταν η συνέχεια!
Για αρκετή απόσταση ακολουθούσαμε παραποτάμια διαδρομή, η οποία άλλοτε ήταν στο ύψος του ποταμού και άλλοτε αρκετά ψηλότερα. Λίγο πριν το χωριό Μακρύκαμπος, είχαμε μια έκπληξη: ο δρόμος ξαφνικά γινόταν χωματόδρομος-τσιμεντόδρομος και πολύ στενός(!), δίνοντάς σου την εντύπωση πως έχουμε κάνει λάθος. Παρόλα αυτά, ανοίξαμε το GPS και μας έδειξε σήμα πως βρισκόμασταν πάνω στον κεντρικό δρόμο! Σαν να μην έφτανε αυτό –και ενώ βρισκόμασταν σε χωματόδρομο- βρεθήκαμε σε μια διασταύρωση χωρίς σήμανση. Για καλή μας τύχη, εκείνη την στιγμή, κατέβαινε ένα φορτηγό, ο οδηγός του οποίου μας είπε στα γερμανικά «Αυτός είναι ο σωστός δρόμος», προφανώς νόμιζε πως ήμασταν ξένοι!!!
Ακολουθώντας τον βατό χωματόδρομο, φτάσαμε στο χωριό Μακρύκαμπος. Ο δρόμος επανήλθε στην φυσιολογική του κατάσταση. Σε περίπου 10 χιλιόμετρα βρεθήκαμε στον εντυπωσιακό καταρράκτη, από τον οποίο έχει πάρει και το όνομά του το χωριό Καταρράκτης. Επί της ουσίας πρόκειται για 2 καταρράκτες, οι οποίοι βρίσκονται πάνω από χωριό και έχουν ύψος που ξεπερνά τα 50μ. Κυρίως τους μήνες Μάιο-Ιούνιο είναι περισσότερο ορμητικοί, ενώ προς το τέλος του καλοκαιριού και τις αρχές του φθινοπώρου τα νερά μειώνονται. Βεβαίως, η γυναίκα του ιδιοκτήτη μιας μικρής ταβέρνας που βρίσκεται εκεί, μας είπε πως με τα τόσα χιόνια που έχουν πέσει φέτος, ενδεχομένως να μην σταματήσει ο καταρράκτης να έχει νερό! Όπως ήταν αναμενόμενο, κάναμε μια στάση για καφεδάκι με θέα από την μια πλευρά τους καταρράκτες και από την άλλη τους ορεινούς όγκους της περιοχης, ενώ στο βάθος μπορούσαμε να διακρίνουμε και τον Αμβρακικό κόλπο!!!
Αφήσαμε τον Καταρράκτη και ακολουθώντας τις πινακίδες για Άγναντα, κινηθήκαμε βορειότερα. Το τοπίο συνέχισε να είναι εντυπωσιακό και το υψόμετρο να αυξάνεται. Αφού περάσαμε το σπήλαιο των Πραμάντων (για μια ακόμη φορά το πετύχαμε κλειστό), μπήκαμε στο ομόνυμο χωριό. Τα Πράμαντα αποτελούν το μεγαλοχώρι της περιοχής, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από την ανάπτυξή του. Εκεί συναντήσαμε περισσότερο κόσμο. Χωρίς πολλές καθυστερήσεις κάναμε μια βόλτα και συνεχίσαμε για τους Μελισουργούς που απείχαν περί τα 6-8χλμ. Το χωριό βρίσκεται χτισμένο μέσα σε ένα φαράγγι, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο τοπίο! Τα πέτρινα σπίτια, οι στενοί δρόμοι, τα πλακόστρωτα, η πλατεία με το μεγάλο πλατάνι είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά του, ενώ το χωριό ονομάστηκε έτσι εξαιτίας του ότι οι κάτοικοι είχαν τις κυψέλες με τις μέλισσες εντός του χωριού. Λίγο πριν την είσοδο του χωριού κάναμε μια ολιγόλεπτη στάση, να απολαύσουμε το τοπίο και να φάμε την πίτα που μας είχε δώσει η μητέρα του Στράτου.
Επόμενος προορισμός μας ήταν το Συρράκο. Αφού ακολουθήσαμε την διαδρομή 30χλμ. μέσα σε ένα ανεπανάληπτο τοπίο, περνώντας στρατιωτικού τύπου γέφυρες και απολαμβάνοντας την απίστευτη θέα του εθνικού πάρκου του Τζουμέρκων, φτάσαμε στο παραδοσιακό Συρράκο. Το χωριό διαθέτει διάφορες εισόδους, αλλά η πιο γραφική είναι αυτή που μπαίνεις περπατώντας από ένα πέτρινο καλντερίμι, διασχίζοντας την πέτρινη γέφυρα. Το Συρράκο είναι ανακηρυγμένος παραδοσιακός οικισμός. Διατηρεί αναλλοίωτη την παραδοσιακή ηπειρώτικη αρχιτεκτονική με τα πετρόχτιστα σπίτια και τις στέγες από σχιστόλιθο. Μαζί με τους γειτονικούς Καλαρρύτες είναι τα μόνα χωριά που διατηρούν αυτή την αρχιτεκτονική στα νότια του νομού Ιωαννίνων, κάτι που είναι πιο συνηθισμένο στα βόρεια του νομού στην περιοχή των Ζαγοροχωρίων. Πολλά οικήματα είναι μεγάλα και πλούσια, κάτι που μαρτυρά την οικονομική άνθηση του Συρράκου στο παρελθόν. Περπατήσαμε μέσα στα στενά καλντερίμια του, τα οποία διέθεταν αρκετές ταβέρνες και ξενώνες, η πλειοψηφία των οποίων ήταν κλειστοί την συγκεκριμένη περίοδο. Βεβαίως, υπήρχαν και ανοικτοί που εξυπηρετούσαν τους επισκέπτες.
Η ώρα είχε πάει ήδη 5μμ. όταν αποφασίσαμε να αναχωρήσουμε προς Καλαρρύτες. Τους είχα επισκεφτεί πριν έναν χρόνο περίπου για πρώτη φορά και είχα τις καλύτερες εντυπώσεις. Είχα όμως υποσχεθεί στον εαυτό μου, πως θα το επαναλάμβανα συντομα... έτσι και έγινε!
Πριν τους Καλαρρύτες βρίσκεται ένα εντυπωσιακό μοναστήρι, το οποίο θέλαμε να επισκεφτούμε, που ονομάζεται Μονή Κηπίνας. Το όνομα της οφείλεται στους κήπους που καλλιεργούσαν κοντά στη μονή οι μοναχοί. Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος φθάνει ως τη βάση του βράχου και από εκεί ένα μονοπάτι σκαλισμένο στο βράχο και μια ξύλινη γέφυρα, οδηγούν στο μοναστήρι. Πλέον δεν υπάρχουν μοναχοί και τα κλειδιά του τα προμηθευτήκαμε από την μικρή ταβέρνα του οικισμού πριν το μοναστήρι (υπάρχει σχετική πινακίδα). Ίσως το πιο εντυπωσιακό μοναστήρι της Ηπείρου, προκαλεί δέος λόγω της θέσης του, καθώς είναι χτισμένο μέσα σε απόκρημνο βράχο. Χτίστηκε το 1212 από το μοναχό Γρηγόριο και είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Μέσα στη μονή μια μυστική πόρτα οδηγεί σε κρύπτη, όπου η σπηλιά αυτή την περίοδο της Τουρκοκρατίας και της εθνικής αντίστασης αποτέλεσε κρησφύγετο των υπόδουλων Ελλήνων και των αντιστασιακών. Εντυπωσιακές τοιχογραφίες διακοσμούν το εσωτερικό του Ναού που χρονολογούνται από το 17ο αιώνα. Η κρεμαστή γέφυρα πριν από την είσοδο παραμένει κινητή. Όταν αυτή σηκώνεται δημιουργεί κενό 4 μέτρων στο γκρεμό και προφύλαγε παλαιότερα το μοναστήρι από επίδοξους επιδρομείς.
Αφήσαμε το μοναστήρι και συνεχίσαμε ανεβαίνοντας στα 1200μ. υψόμετρο, όπου βρίσκεται το χωριό Καλαρρύτες. Eίναι κτισμένοι στο χείλος της απότομης χαράδρας που καταλήγει στον ποταμό Καλαρρύτικο Απέναντι, στα νοτιοδυτικά του χωριού, βρίσκεται η πλαγιά που ονομάζεται Πουλιάνα. Η γκρίζα πέτρα είναι το κύριο υλικό δόμησης και τα κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στοιχείο των σπιτιών του χωριού. Χρησιμοποιείται άφθονη για την οικοδόμηση των σπιτιών, τις στέγες, τα δάπεδα στα κατώγια, τις αυλόπορτες και τις αυλές, το στρώσιμο στα καλντερίμια, την κατασκευή σκέπαστρων για τις βρύσες. Όπως χαρακτηριστικά μας ανέφερε ένας ντόπιος, μια σκεπή για οίκημα 50τμ. ζυγίζει περί τους 10 τόνους!!! Το χωριό μαζεύει περισσότερο κόσμο τον Αύγουστο και την περίοδο των Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς.
Η είσοδος γίνεται μόνο με τα πόδια. Το κατάλυμα που είχαμε επιλέξει για την διαμονή μας ήταν στην κεντρική πλατεία, οπότε φορτωθήκαμε τα πράγματά μας και ξεκινήσαμε προς τα εκεί. Ο ξενώνας είναι της ίδιας ιδιοκτησίας με το παντοπωλείο-ταβέρνα, η ηλίκία της οποίας πλησιάζει τα 200 χρόνια!!! Οι περισσότεροι επισκέπτες του χωριού την γνωρίζουν, καθώς είναι πολλή γραφική και έχει καλό φαγητό! Και κάτι ακόμα... είναι η μοναδική που παραμένει ανοιχτή οποτεδηποτε και αν βρεθείς στο χωριό! Αφήσαμε λοιπόν τα πράγματά μας στον ξενώνα και κατεβήκαμε να απολαύσουμε τον καφέ και το φαγητό μας, έχοντας την ευκαιρία να γνωρίσουμε τον φιλικό ιδιοκτήτη Ναπαλέων και την γυναίκα του καθώς επίσης και την συμπαθητική υπάλληλο Μόνικα, που είχα γνωρίσει από την προηγούμενη επίσκεψη.
Αυτή την φορά το χωριό είχε περισσότερο κόσμο, ο οποίος όσο περνούσε η ώρα μαζευόταν στο μαγαζί. Σε λίγη ώρα είχαμε γνωριστεί όλοι μεταξύ μας, κάτι καθόλου παράξενο, καθώς οι κάτοικοι είναι φιλικοί και φιλόξενοι. Καθίσμε μέχρι αργά κουβεντιάζοντας και απολαμβάνοντας την ατμόσφαιρα, μια ατμόσφαιρα που σε παρέπεμπε σε παλαιότερες εποχές.
Επόμενη μέρα...
Η επόμενη ηλιόλουστη μέρα ήταν ότι καλύτερο για την ορεινή διαδρομή που θέλαμε να κάνουμε. Οι ντόπιοι μας ανέφεραν πως όλη την προηγούμενη περίοδο έβρεχε συνεχώς και μόλις 2-3 μέρες ήταν που είχαν «στεγνώσει» κάπως τα πράγματα! Τυχεροί σταθήκαμε!!! Ο ύπνος ήταν χορταστικός και μόλις σηκωθήκαμε πήγαμε απευθείας στο παντοπωλείο όπου είχε ετοιμαστεί ένα σπιτικό πρωινό. Η ώρα περνούσε γρήγορα και έπρεπε να αναχωρήσουμε, καθώς θα επιστρέφαμε στην Αθήνα. Τα χιλιόμετρα δεν ήταν πολλά, αλλά θα έπρεπε να διανύσουμε μια ασφαλτοστρωμένη ορεινή διαδρομή (περίπου 20χλμ), μέχρι την πλευρά των ορεινών Τρικάλων.
Η επόμενη ηλιόλουστη μέρα ήταν ότι καλύτερο για την ορεινή διαδρομή που θέλαμε να κάνουμε. Οι ντόπιοι μας ανέφεραν πως όλη την προηγούμενη περίοδο έβρεχε συνεχώς και μόλις 2-3 μέρες ήταν που είχαν «στεγνώσει» κάπως τα πράγματα! Τυχεροί σταθήκαμε!!! Ο ύπνος ήταν χορταστικός και μόλις σηκωθήκαμε πήγαμε απευθείας στο παντοπωλείο όπου είχε ετοιμαστεί ένα σπιτικό πρωινό. Η ώρα περνούσε γρήγορα και έπρεπε να αναχωρήσουμε, καθώς θα επιστρέφαμε στην Αθήνα. Τα χιλιόμετρα δεν ήταν πολλά, αλλά θα έπρεπε να διανύσουμε μια ασφαλτοστρωμένη ορεινή διαδρομή (περίπου 20χλμ), μέχρι την πλευρά των ορεινών Τρικάλων.
Η συγκεκριμένη διαδρομή ήταν και ο βασικός λόγος που επισκεφτήκαμε την περιοχή. Την προηγούμενη φορά ήταν αποκλεισμένη από τα χιόνια. Ο δρόμος που ενώνει τους Καλαρρύτες με την Ανθούσα (αλλά και το Ματσούκι), τελείωσε η ασφαλτόστρωσή του πριν περίπου 3-4 χρόνια. Ο συγκεκριμένος οδικός άξονας είναι και ο λόγος εγκατάστασης των πρώτων κατοίκων της περιοχής, που κατέλαβαν τις οχυρές θέσεις και έκαναν οικισμούς. Για τους λόγους αυτούς αναπτύχθηκε το εμπόριο και δεν είναι τυχαίο που οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού, διαμένουν σε Τρίκαλα-Καρδίτσα και Λάρισσα, παρά στα Γιάννενα και την Άρτα.
Αφήσαμε, λοιπόν, τους όμορφους Καλαρρύτες και ακολουθήσαμε την ερημική –σχεδόν- ανηφορική διαδρομή. Αν και ελικοειδής, δεν ήταν καθόλου κουραστική, αλλά αντιθέτως πολλή απολαυστική. Κάθε στροφή της σε προκαλούσε να σταματήσεις και να αποθανατήσεις το τοπίο! Γύρω – γύρω η περιοχή περιστοιχιζόταν από τεράστιούς ορεινούς όγκους, με ποώδη βλάστηση και αρκετά χιόνια σε κάποια σημεία. Στο ανώτατο σημείο βρεθήκαμε στην διασταύρωση που δεξιά, οδηγούσε στο Ματσούκι (15χλμ.) και αριστερά στην Ανθούσα. Το υψόμετρο 2000μ. Πάνω από τα κεφάλια μας υψωνόταν η κορυφή του Μπάρου (περίπου στα 2100μ.) Παρατηρώντας το τοπίο σου έρχονταν στο μυαλό, όλες αυτές οι διηγήσεις φίλων μοτοσικλετιστών και οι αναφορές για τις διάσημες Άλπεις... παρόλα αυτά βρισκόμασταν στην Ελλάδα! Δεν αντισταθήκαμε στο να ακολουθήσουμε την διαδρομή για Ματσούκι, καθώς βλέπαμε τον δρόμο να χώνεται στο χιονισμένο τμήμα του βουνού! Διανύσαμε 5-6χλμ. με που άρχισε ο δρόμος να κατηφορίζει και επιστρέψαμε στην προηγούμενη διασταύρωση.
Από κει και πέρα ο δρόμος περνούσε –αρχικά- από χιονισμένα τμήματα και ακολουθώντας μια κατηφορική πορεία μπήκε σε μια δασώδη περιοχή με πανήψυλα έλατα! Σύντομα συναντήσαμε τον ποταμό Αχελώο και ουσιαστικά αποτελεί το σημείο που αφήναμε την Ήπειρο και εισερχόμασταν στην Θεσσαλία. Οδηγώντας την παραποτάμια διαδρομή για περίπου 20χλμ. και με οδηγούς τις πινακίδες για Τρίκαλα/Περτούλι/Ελάτη. Η βλάστηση πλέον ήταν έντονη και η οδήγηση απολαυστική! Ο καιρός μας έδειχνε το καλύτερό του πρόσωπο! Ιδανικές συνθήκες! Μετά από περίπου 90χλμ. φτάσαμε στην Πύλη, που είναι γνωστή από το διάσημο πέτρινο τοξοτό γεφύρι της που ενώνει τις όχθες του ποταμού Πορταϊκού. Αν και τα συνολικά χιλιόμετρα από τους Καλαρρύτες ήταν περίπου 100, χρειαστήκαμε κανά 2ωρο για να τα διανύσουμε... φυσικά μαζί με τις στάσεις και τις φωτογραφίες.
Η Πύλη αποτέλεσε την τελευταία μας στάση πριν την αναχώρησή μας για Αθήνα. Ενδεχομένως δεν είναι και τόσο τυχαία η ονομασία της καθώς από εκείνο το σημείο εισέρχεσαι σε έναν άλλο κόσμο... ειλικρινά «μαγικό»!!!