Ξυπνήσαμε κατά τις 9πμ. Ο καιρός ήταν μουντός θυμίζοντας μάλλον φθινόπωρο. Αναχωρήσαμε, λοιπόν, διασχίζοντας την πόλη. Με το φως της ημέρας ανακάλυψα πως είχαν αλλάξει ακόμα περισσότερα πράγματα. Κτίρια είχαν κατασκευαστεί ή ανακαινιστεί, δρόμοι είχαν ασφαλτοστρωθεί -που άλλοτε ήταν πλακόστρωτοι-, πεζοδρόμια είχαν ανακαινισθεί, ακόμα και σπίτια είχαν γκρεμισθεί, ώστε να γίνουν διαπλατύνσεις δρόμων. Για καλή μας τύχη δεν συναντήσαμε πολλή κίνηση στους δρόμους, οπότε σύντομα βρεθήκαμε στον δρόμο για το αεροδρόμιο Otopeni.
Κάπως έτσι αφήσαμε το γεμάτο αναμνήσεις Bucuresti, με πορεία προς Ploiesti. Σε πολλά σημεία του ο δρόμος διέσχιζε κατάφυτες περιοχές, ενώ σε άλλα απέραντα λιβάδια, κάνοντας την οδήγηση ευχάριστη παρά το γεγονός πως βρισκόμασταν σε κεντρικό οδικό δίκτυο. Έχοντας διανύσει 60χλμ βρεθήκαμε λίγο πριν το Ploiesti, στο σημείο όπου -ουσιαστικά- επιλέγεις ποια κατεύθυνση του περιφερειακού δρόμου της πόλης θα επιλέξεις. Σε κάθε περίπτωση εμείς δεν θέλαμε να την διασχίσουμε το κέντρο της. Πριν όμως από αυτό, είπαμε να κάνουμε μια ολιγόλεπτη στάση για τον πρώτο καφέ της ημέρας, εξάλλου τον δικαιούμασταν... είχαμε φύγει εντελώς "στεγνοί" από την πρωτεύουσα.
Ξεκινήσαμε και πάλι την πορεία μας, επιλέγοντας την δυτική πορεία του περιφερειακού, για Brasov. Το 2010, με τον Γιώργο, είχαμε επιλέξει την ανατολική, η οποία μου είχε φανεί πιο μακρινή και όχι τόσο καλή. Έτσι με σημάδι το πολυκατάστημα του ΜΕΤRO, βρήκαμε τον δρόμο (βόρειο τμήμα περιφερειακού), που οδηγούσε στην διασταύρωση για Valenii de Munte. Η συγκεκριμένη διαδρομή οδηγούσε -και αυτή- στο Brasov. Ουσιαστικά είναι παράλληλη με την αντίστοιχη που περνάει από τα Sinaia. Η διαφορά είναι πως ο δρόμος είναι στενότερος, διασχίζοντας περισσότερες δασώδεις εκτάσεις και είναι περισσότερο "επαρχιακή". Ένα επίσης σημαντικό στοιχείο της συγκεκριμένης επιλογής ήταν το γεγονός πως δεν την είχε οδηγήσει ο Στράτος.
Στα πρώτα χιλιόμετρα περάσαμε μικρά φτωχά, πλην όμως, τακτοποιημένα χωριά. Ο κεντρικός δρόμος που τα διέσχιζε, σου έδινε την ευκαιρία να δεις την αρχιτεκτονική των σπιτιών: ήταν συνήθως μονώροφα, με κεραμιδοσκεπή ή τσίγκο, που ήταν σχετικά ψηλή, δημιουργώντας κάποιες φορές μικρές σοφίτες, βαμμένα σε διάφορα χρώματα, με μια κεντρική πόρτα αρκετά ψηλή για να περνάνε άλογα (κυρίως παλαιότερες εποχές) και συνήθως διέθεταν μικρούς κήπους. Σε γενικές γραμμές αυτή ήταν η τυπική μορφή των χωριών της Transylvania, η οποία αλλού ήταν πιο έντονη και αλλού λιγότερο.
Ένα χαρακτηριστικό, που είχα ξεχάσει για τον συγκεκριμένο δρόμο, ήταν η παρουσία πολλών φορτηγών!!! Και λέγοντας πολλά, το εννοώ! Δεν μπορούσα να χωνέψω πως ήταν δυνατόν να χρησιμοποιείται τόσο πολύ ένας τέτοιος δρόμος, ενώ υπάρχει εναλλακτικός που είναι σε πολύ καλή κατάσταση... Την προηγούμενη φορά που είχα πραγματοποιήσει την συγκεκριμένη διαδρομή, μας είχαν πει πως, λόγω έργων, ίσχυε απαγόρευση κυκλοφορίας για τα φορτηγά, οπότε στο μυαλό μου είχε μείνει πως η παρουσία τους ήταν περιστασιακή. Δυστυχώς όμως δεν ήταν έτσι... Υπήρχαν σημεία που μπορούσαμε να προσπεράσουμε, όμως δεν μπορούσες να απολαύσεις την διαδρομή και δεν είχες το περιθώριο για πολλές στάσεις για φωτογραφίες, γνωρίζοντας τι σε περίμενε όταν σε προσπερνούσαν όλοι αυτοί που είχες ξαναπροσπεράσει...!
Παρόλα αυτά, το τοπίο ήταν μοναδικό, ανταμοίβοντάς σε με το παραπάνω! Ο δρόμος περνούσε από κατάφυτες εκτάσεις με έλατα, ενώ πριν το χωριό Cheia, βρεθήκαμε σε ένα λιβάδι που βρισκόταν σε ένα οροπέδιο. Ένας μικρός ποταμός που κυλούσε, δημιουργούσε τις κατάλληλες συνθήκες για κατασκήνωση. Υπήρχαν ελεύθεροι κατασκηνωτές. Το όλο σκηνικό μας τράβηξε σαν μαγνήτης, ώστε να σταματήσουμε και εμείς δίπλα στο ποτάμι, για να απολαύσουμε τους αυτοσχέδιους καφέδες μας. Σίγουρα το μέρος ενδείκνυται για κατασκήνωση και αν το γνωρίζαμε νωρίτερα, ενδεχομένως θα είχαμε διαμορφώσει διαφορετικά το πρόγραμμά μας.
Λίγο παρακάτω -ουσιαστικά εντός του χωριού- υπήρχαν καταλύματα αλλά και περισσότερες σκηνές, χωρίς όμως να φαίνεται κάποιο οργανωμένο camping. Η διαδρομή από εκεί και πέρα άρχισε να κατηφορίζει από τα 1300μ και να γίνεται περισσότερο εντυπωσιακή. Η βλάστηση ήταν πιο έντονη και η ελικοειδείς στροφές έκαναν την οδήγηση απολαυστική χωρίς να μας κουράζουν. Η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν καλύτερη. Ίσως να αξίζει περισσότερο κανείς να προσεγγίσει το Cheia από το Brasov, παρά από το Ploiesti, σε περίπτωση που θέλει να επισκεφτεί την εν λόγω περιοχή.
Επειδή είχαμε ξαναεπισκεφτεί το Brasov, δεν θέλαμε να χάσουμε χρόνο. Βέβαιως ο βασικός λόγος ήταν πως έλειπαν οι φίλοι μας οι Ρουμάνοι, και έτσι αποφασίσαμε απλά να το προσπεράσουμε. Έτσι λοιπόν στο χωριό Sacele, ακολουθήσαμε την σήμανση για Tarlungeni και μετά για Bacau.
Λίγο μετά το εντυπωσιακό χωριό Prejmer, που αποτελεί χαρακτηριστικό χωριό της Transylvania, ακολουθήσαμε τον δρόμο για Bacau και Sfantu Gheorghe. Μετά από μερικά χιλιόμετρα συναντήσαμε την διασταύρωση για Sfantu Gheorghe και Toplita, όπου ξεκινούσε μια επίσης όμορφη διαδρομή. Στο μεγαλύτερο μέρος της η διαδρομή συναντούσε κατακίτρινα λιβάδια, ενώ γύρω – γύρω υψώνονταν καταπράσινα βουνά. Βρεθήκαμε σε όμορφα και τακτοποιημένα χωριά με την κλασική παραδοσιακή αρχιτεκτονική της περιοχής. Ο δρόμος ήταν σε άριστη κατάσταση, κάνοντας την οδήγησή μας απολαυστική!
Στο Baile Tusnad κάναμε μια στάση και κατευθυνθήκαμε προς την μικρή λίμνη που φιλοξενεί. Το μέρος ανακάλυψα από το διαδίκτυο και κάποιες φωτογραφίες του μου τράβηξαν την προσοχή. Ακολουθώντας ένα πλακόστρωτο δρόμο φτάσαμε στην λίμνη, δίπλα στην οποία βρισκόταν ένα κτίριο στο οποίο μπαινόβγαινε αρκετός κόσμος. Επρόκειτο για κτίριο με κλειστές πισίνες, στις οποίες οι ντόπιοι απολάμβαναν στιγμές δροσιάς. Προφανώς η ύπαρξή του σχετιζόταν με τα ιαματικά λουτρά της περιοχής. Δυστυχώς η λίμνη είχε εμφανή τα σημάδια της εγκατάλειψης. Το κτίριο που βρισκόταν στο κέντρο της, είχε αφεθεί στην μοίρα του... Η περιοχή διαθέτει αρκετά καταλύματα αλλά όχι και τόσα πολλά εστιατόρια ή καφετέριες.
Αποφασίσαμε να συνεχίσουμε μια που είχαμε και αρκετά χιλιόμετρα για την συνέχεια. Ο δρόμος σε γενικές γραμμές ήταν στο ίδιο μοτίβο, άλλοτε με περισσότερη και άλλοτε με λιγότερη βλάστηση. Αφού περάσαμε την πόλη Miercurea-Ciuc, συνεχίσαμε ακολουθώντας την σήμανση για Gheorgheni. Η συννεφιά που επικρατούσε, είχε αποτέλεσμα την τέλεια θερμοκρασία για το ταξίδι.
Μπαίνοντας στο Gheorgheni, αισθανόσουν πως βρισκόσουν σε άλλη εποχή. Τα παλαιά και παραδοσιακά κτίρια έδιναν μια ιδιαίτερη αίσθηση για την πόλη. Διασχίσαμε τον κεντρικό δρόμο και στην συνέχεια ακολουθήσαμε τον εντυπωσιακό δρόμο για την λίμνη Lacul Rosu. H διαδρομή περνούσε μέσα από μια κατάφυτη περιοχή, που ανέβαινε υψομετρικά μέχρι τα 1300μ. Από πολλά σημεία μπορούσες να απολαύσεις την μοναδική θέα της περιοχής και να αντιληφθείς την απίστευτη ομορφιά που διαθέτουν τα βουνά αυτής της χώρας.
Κατά τις 7μμ φτάσαμε στην "Κόκκινη λίμνη", όπως μεταφράζεται το Lacul Rosu. Το όνομα προέρχεται από το κοκκινωπό χρώμα της που οφείλεται στο χώμα της περιοχής. Εντούτοις, κατά την δική μας επίσκεψη τα γαλήνια νερά είχαν ένα πράσινο χρώμα, πάνω στα οποία αντανακλούσαν τα δέντρα των γύρω βουνών. Η λίμνη όμως είναι γνωστή για τους απολιθωμένους κορμούς που διαθέτει, οι οποίοι βρέθηκαν σε αυτήν την κατάσταση όταν πλημμύρισε η περιοχή. Το φυσικό τοπίο και το θέαμα που δημιουργείται είναι εντυπωσιακό!
Αποφασίσαμε να διανυκτερεύσουμε στην περιοχή, αντί να συνεχίσουμε. Εξάλλου έπεφτε ο ήλιος σταδιακά και δεν θα μπορούσαμε να απολαύσουμε το πέρασμα του Bicaz, που απείχε ελάχιστα. Ξεκινήσαμε λοιπόν με σκοπό να δοκιμάσουμε την τύχη μας σε κάποιο από τα καταλύματα που θα συναντούσαμε στην πορεία. Ακολουθώντας έναν μικρό χωματόδρομο βρεθήκαμε στην Pensiunea Teo. Νοικιάσαμε ένα μικρό σπιτάκι (250 RON μαζί με δείπνο και πρωινό). Ο χώρος διέθετε μια μικρή πισίνα και εστιατόριο. Απολαύσαμε το τοπικό φαγητό και στην συνέχεια έναν απίστευτο και ξεκούραστο ύπνο που μας χρειαζόταν!!!