Κατά τις 5πμ ξύπνησα, καθώς μου φάνηκε πως κάποιο ζώο ήταν έξω από την σκηνή και ψαχούλευε κάποια τσάντα. Ίσως τελικά να ήταν ιδέα μου, ίσως να είχα επηρεαστεί από τις πατημασιές αγριογουρουνιών που είχα δει στην περιοχή. Τελικά, νομίζω πως δεν ήταν τίποτα, καθώς το πρωί που σηκωθήκαμε, όλα ήταν στην θέση τους.
Κατά τις 7πμ ξυπνήσαμε σχεδόν ταυτόχρονα με τον Στράτο. Εξάλλου πως να μην συμβεί κάτι τέτοιο, αφού η στενότητα του χώρου δεν άφηνε και μεγάλη ευελιξία κινήσεων. Ο ήλιος δεν είχε χτυπήσει ακόμα την σκηνή μας και το κρύο γινόταν αισθητό! Φορέσαμε ότι είχε διαθέσιμο ο καθένας και βγήκαμε από την σκηνή για να πιούμε το καφεδάκι μας. Τότε αντικρίσαμε την απίστευτη θέα της λίμνης, όπως δεν την είχαμε ξαναδεί... ο ήλιος δεν είχε ακόμα χτυπήσει πάνω της και ένα μικρό στρώμα ομίχλης βρισκόταν πάνω της σε διάφορα σημεία, λες και είχε πάρει φωτιά κατά το τόπους! Σταδιακά ο ήλιος άρχισε να την φωτίζει από ανατολικά προς δυτικά, αλλάζοντας τα χρώματα και τις αποχρώσεις από τα ψυχρά στα θερμά... Μείναμε αποσβολωμένοι να κοιτάμε αυτό το ξύπνημα της φύσης...
Όταν ο ήλιος ήρθε στο μέρος μας, αρχίσαμε να μαζεύουμε τα πράγματα, ενώ αφήσαμε την σκηνή να στεγνώσει από την βραδινή υγρασία, πριν την πακετάρουμε. Τελικά καταφέραμε να αναχωρήσουμε κατά τις 9.15πμ επιστρέφοντας προς το κεντρικό δρόμο, από τον βατό χωματόδρομο που είχαμε διασχίσει την προηγούμενη μέρα... ευτυχώς που δεν είχε βρέξει, γιατί δεν ξέρω αν θα καταφέρναμε να τον οδηγήσουμε λασπωμένο... Είχα μια απέραντη ικανοποίηση και ευγνωμοσύνη, που κατάφερα να υλοποιήσω μια μικρή προσωπική υπόσχεση, ηλιακίας 4 ετών, όταν είχα πρωτο-οδηγήσει τον φρεσκο-ασφαλτοστρωμένο Transalpina Road. Ήθελα να διανυκτερεύσω στο σημείο αυτό της Ρουμανίας, κάνοντας ελεύθερο camping. Και να που αυτή η υπόσχεση είχε πλέον πραγματοποιηθεί.
Ξεκινήσαμε για το υψηλότερο πέρασμα του Transalpina στα 2145μ. Η διαδρομή είναι νότια κατεύθυνση πλέον (προς Novaci). O ελικοειδής δρόμος αρχικά διέσχιζε μια πυκνή περιοχή με πανύψηλα έλατα, ενώ σε λίγα χιλιόμετρα μπήκαμε στην αλπική ζώνη με την παντελή απουσία δέντρων. Λόγω ημέρας η κίνηση στον δρόμο ήταν ελάχιστη, κάνοντας την οδήγησή μας πέρα για πέρα απολαυστική!!!
Το υψηλότερο σημείο της διαδρομής (Transalpina pass) σηματοδοτεί η παρουσία ξύλινων κιοσκιών με φαγητό και σουβενίρ. Το 2011 δεν υπήρχε απολύτως τίποτα... μόνο μια πινακίδα η οποία μας ενημέρωσε πως βρισκόμασταν στο επίμαχο σημείο. Τα πράγματα είχαν αλλάξει πολύ από τότε, κάνοντας την εμφάνισή της η εμπορευματοποίηση του περάσματος.
Κάναμε μια ολιγόλεπτη στάση προκειμένου να θαυμάσουμε την μοναδική ομορφιά των καταπράσινων ορεινών όγκων των νοτίων Καρπαθίων Ορέων που υψώνονταν τριγύρω. Ευτυχώς ήταν σχετικά νωρίς και ο κόσμος ήταν ελάχιστος, οπότε το τοπίο διατηρούσε την γοητεία του... Αφήσαμε το πέρασμα και συνεχίσαμε για το χωριό Ranca, που βρισκόταν μερικά χιλιόμετρα νοτιότερα. Αποτελεί χειμερινό τουριστικό θέρετρο. Παρόλα αυτά το καλοκαίρι κάποια καταλύματα και εστιατόρια παραμένουν ανοιχτά, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους επισκέπτες.
Οδηγώντας προς την Ranca, συζητούσαμε -μέσω της ενδοεπικοινωνίας- με τον Στράτο το πρόγραμμα των 2 επόμενων ημερών, όπου θα επιστρέφαμε στην Αθήνα. Εκείνη την στιγμή κοιτάω το ρολόι μου και βλέπω πως ο μήνας είχε 10, πράγμα που σήμαινε πως φτάναμε σπίτι μια ημέρα ΝΩΡΙΤΕΡΑ!!! Κάτι δεν πήγαινε καλά με τους υπολογισμούς... κάτι οι τελευταίες αλλαγές στο πρόγραμμα της δουλειάς, κάτι η πιο χαλαρή οργάνωση του ταξιδιού, μας είχαν φέρει σε αυτήν την κατάσταση!!! "Πρέπει να σταματήσουμε στην Ranca για καφέ και με καθαρό μυαλό να ξαναδούμε τις διαθέσιμες ημέρες και το εναλλακτικό πρόγραμμα...", είπα στον Στράτο.
Όντως σταματήσαμε σε ένα ανοιχτό Pensiune - Restaurant. Ψάχνοντας στο χάρτη για εναλλακτική διαδρομή, μη μπορώντας -ταυτόχρονα- να πιστέψουμε αυτό που συνέβαινε, έρχονταν στο μυαλό μας διάφορα σενάρια... Αποφασίσαμε να οδηγήσουμε την 4η διάσημη διαδρομή της Ρουμανίας, τον TransSemenic Road. Πριν 3-4 μέρες, σε διαδικτυακή επικοινωνία με τον Mihai, μας είχε προτείνει την συγκεκριμένη διαδρομή, που είχε ασφαλτοστρωθεί προσφάτως. Είχαμε απορρίψει όμως την συγκεκριμένη ιδέα, καθώς ο δρόμος βρισκόταν πολύ δυτικά, κοντά στην Timisoara και ειδικότερα στην Rasita. Με τα νέα χρονοδιαγράμματα, τα δεδομένα άλλαξαν πλέον. Το νέο πλάνο μας ήταν να επιστρέψουμε μερικά χιλιόμετρα προς τα πίσω και στην διασταύρωση για Petrosani, να στρίψουμε προς τα εκεί, ακολουθώντας δυτική πορεία πλέον. Την συγκεκριμένη διαδρομή είχαμε οδηγήσει για μερικά χιλιόμετρα το 2010, αλλά λόγω συνθηκών τελικά δεν την είχαμε ολοκληρώσει. Η νέα πορεία ήταν: Ranca - Petrosani - Hateg - Carasebes - Resita (200χλμ περίπου).
Επιστρέψαμε λοιπόν προς τα πίσω, περνώντας και πάλι από το Transalpina Pass, μέχρι που βρεθήκαμε στην κεντρική διασταύρωση της Transalpina Road, όπου στρίψαμε αριστερά, παίρνοντας δυτική πορεία. Η διαδρομή επίσης κατάφυτη από έλατα. Η κίνηση ελάχιστη και ο δρόμος σε σχετικά καλή κατάσταση. Μερικά χιλιόμετρα παρακάτω, βρεθήκαμε στα σύνορα των 2 όμορων νομών. Το αρνητικό ήταν πως από εκεί και πέρα ξεκινούσε ένας χωματόδρομος (περίπου 5-10χλμ), λόγω έργων οδοποιίας! Με αρκετή προσοχή τα περάσαμε και σύντομα βρεθήκαμε 20-30χλμ περίπου πριν το Petrosani, όπου ξεκινούσε μια πανέμορφη διαδρομή μέσα σε ένα φαράγγι, παράλληλα με τον ποταμό Jiet.
Σε κάποιο σημείο ένας μικρός καταρράκτης μας τράβηξε την προσοχή, οπότε σταματήσαμε να τον φωτογραφίσουμε. Το σίγουρο είναι πως όταν ολοκληρωθεί η νέα του ασφαλτόστρωση, τότε η επιλογή κατεύθυνσης για οδήγηση από την κεντρική διασταύρωση του Transalpina Road θα αποτελεί γρίφο για δυνατούς λύτες!!!
Το Petrosani, το περάσαμε χωρίς σχεδόν να σταματήσουμε. Έχοντας ήδη δει τόσο όμορφες μεσαιωνικές πόλεις της Transylvania, φαινόταν πολύ λίγο στα μάτια μας. Ίσως άξιο επίσκεψης αξιοθέατο να αποτελεί ο κεντρικός πεζόδρομος της πόλης... τουλάχιστον από τα λίγα που είδαμε...
Λίγο έξω από το Petrosani και με σήμανση για Hateg, o δρόμος ήταν εξαιρετικός κάνοντας την οδήγηση άνετη παρά την θερμοκρασία που είχε αρχίσει να αυξάνεται... η αλήθεια είναι πως είχαμε κατέβει υψομετρικά αρκετά! Σύντομα συναντήσαμε πινακίδα για Banita και Pestera Bolii. Η περιοχή ήταν σημειωμένη στον χάρτη ως σημείο ενδιαφέροντος λόγω ενός σπηλαίου και ενός φρουρίου. Αποφασίσαμε να το επισκεφτούμε, οπότε στρίψαμε δεξιά από τον κεντρικό δρόμο λίγο πριν την γέφυρα του ποταμού Banita.
Μετά από 4-5χλμ φτάσαμε έξω από το σπήλαιο. Παρκάραμε τις μοτοσικλέτες και βγάλαμε εισιτήρια για την επίσκεψη στο σπήλαιο. Ο εξυπηρετικός υπάλληλος μας πρότεινε να αφήσουμε τα κράνη και τα μπουφάν στην σκιά και θα τα πρόσεχε αυτός, ώστε να μην τα κουβαλάμε. Καμιά 50ρια σκαλοπάτια οδηγούσαν στην είσοδο του σπηλαίου.
Ο ποταμός Banita, έμπαινε και αυτός μέσα στο σπήλαιο, διασχίζοντάς το από την μία άκρη την άλλη. Το σπήλαιο έχει μήκος περίπου 2,5χλμ αλλά μόνο 450μ είναι επισκέψιμα. Έχουν βρεθεί ευρήματα μέχρι και από την Νεολιθική Εποχή. Στο εσωτερικό του μικρές ξύλινες κρεμαστές γέφυρες σε οδηγούν σχεδόν μέχρι το τέλος του εσωτερικού του. Επειδή φορούσα τις μπότες και μπορούσα να περπατήσω μέσα στα νερά, κατάφερα να φτάσω μέχρι την έξοδο του σπηλαίο, όπου ένα μικρό μονοπάτι σε έβγαζε στον επαρχιακό δρόμο που οδηγούσε στο σημείο εκδοτηρίων εισιτηρίων. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσίαση το μνημείο που είναι αφιερωμένο στην Αγ. Βαρβάρα που βοηθά τους ανθρώπους που δουλεύουν σε ορυχεία.
Το σπήλαιο είναι συνδεδεμένο με έναν θρύλο: οι ηλικιωμένοι κάτοικοι της περιοχής διηγούνται πως στην περιοχή βρίσκεται θαμμένος ο θησαυρών των αρχαίων κατοίκων της περιοχής, των Daci, η οποίοι τον έκρυψαν για να τον προστατεύσουν από τους Ρωμαίους κατακτητές. Ο θρύλος αναφέρει πως προστατεύεται από μια κατάρα. Όσοι προσπάθησαν να τον αποκαλύψουν, βρίσκοντας μυστικά περάσματα στην σπηλιά, δεν κατάφεραν να επιστρέψουν. Οι ντόπιοι αναφέρουν πως κάποια βράδια, «μαγικές» φωτιές φωτίζουν τους λόφους, όπου είναι θαμμένος ο πολύτιμος χρυσός, όμως τα φαντάσματα των Daci, αλλάζουν την τοποθεσία του, κάθε φορά που κάποιος προσπαθεί να αποκαλύψει την μυστική τοποθεσία.
Το μόνο σίγουρο είναι πως, ενώ γνωρίζεις πως πρόκειται για έναν απλό θρύλο, που καμιά σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα, όταν επισκέπτεσαι στο μέρος νιώθεις περίεργα… Σε κάθε περίπτωση, ο θρύλος επιτυγχάνει τον ρόλο τους στην επισκεψιμότητα του μέρους και πραγματικά αξίζει, για όποιον βρεθεί εκεί.
Αφήσαμε το σπήλαιο και οδηγήσαμε στην διαδρομή Hateg - Carasebes για να καταλήξουμε στην κωμόπολη Resita. Η διαδρομή σε γενικές γραμμές διέσχιζε πεδινές εκτάσεις, ενώ σε κάποια σημεία της ήταν ιδιαιτέρως όμορφη, όπως μετά το Carasebes. Tόσο το πρωινό ξύπνημα με τον όχι ξεκούραστο ύπνο της προηγούμενης μέρας, όσο και η ανεβασμένη θερμοκρασία μας υποχρέωσαν να σταματήσουμε για αυτοσχέδιο καφεδάκι στην άκρη του δρόμο, σε μια από τις ελάχιστες σκιές που συναντήσαμε.
Κατά τις 5.30μμ μπαίναμε στο Resita. Με βάση κάποιες πινακίδες προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε το κέντρο, οπότε και καταλήξαμε στην κεντρική λεωφόρο της. Η αρχιτεκτονική της δεν έμοιαζε με αυτή των πόλεων που είχαμε συνηθίσει στο ταξίδι μας. Πανύψηλα τετραγωνισμένα κτίρια, τα περισσότερα μη συντηρημένα, θυμίζοντας περασμένες εποχές του "Ανατολικού Μπλοκ". Οδηγήσαμε κατά μήκος της λεωφόρου, μήπως και βρούμε κάποιο κατάλυμα.
Kάποιες μικρές πινακίδες στις κολώνες ηλεκτρισμού, ενημέρωναν για την ύπαρξη του 3* ξενοδοχείου “Dusan si Fiul”. Είπαμε να το δοκιμάσουμε, καθώς άλλη επιλογή εντός πόλης δεν βλέπαμε. Η οδήγηση μέχρι εκεί ήταν πολύ άνετη, καθώς σε γενικές γραμμές η πόλη δεν είχε κίνηση. Μετά από λίγη ώρα καταφέραμε να βρούμε το ξενοδοχείο, που στην αρχή μας φάνηκε κλειστό... Ούτε ένα όχημα στο parking του. Δεν πτοηθήκαμε και πήγαμε στην ρεσεψιόν, όπου μια αχαμογέλαστη κοπέλα μας έδειξε ένα δίκλινο. Η τιμή του ήταν στα 35ευρώ και η κατάστασή στου μια χαρά... καθαρό και καινούργιο. Από το παράθυρο είχες μια πανοραμική θέα της πόλης. Το κάτω μέρος του κτιρίου υπήρχε ένα τεράστιο εστιατόριο -μάλλον αίθουσα εκδηλώσεων θα έλεγα- το οποίο έδειχνε κλειστό, αν και ήταν στρωμένο λες και περίμεναν γάμο.
Με τα πολλά κάναμε ένα μπάνιο και ετοιμαστήκαμε για φαγητό. Η αλήθεια είναι πως δεν μας γέμιζε το μάτι το εστιατόριο, αν και όταν ρώτησα την υπάλληλο μου είπε πως ήταν ανοιχτό. Αποφασίσαμε να πάμε στο κέντρο της πόλης, ώστε να βρούμε κάτι να φάμε. Πήγαμε μόνο με μια μοτοσικλέτα γιατί είχαμε αφήσει από μια βαλίτσα ο καθένας σε κάθε μοτοσικλέτα, οπότε τις φορτώσαμε στην δική μου και πήγαμε με του Στράτου.
Ακολουθώντας τις πινακίδες για “Centru”, βρεθήκαμε σε μια μακρόστενη πλατεία. Στην μια πλευρά της ξεκινούσε η κεντρική λεωφόρος και στην άλλη βρισκόταν ένα κομμουνιστικού τύπου τετραγωνισμένο κτίριο, απομεινάρι άλλων εποχών. Το μοναδικό όμορφο στοιχείο ήταν το σύγχρονο σιντριβάνι που δημιουργούσε ένα υδάτινο παιχνίδι! Κόσμος καθόταν περιμετρικά της πλατείας, παρατηρώντας τους περαστικούς. Η πόλη ήταν γνωστή για το εργοστάσιο μεταλλουργίας αλλά και για την κατασκευή τρένων. Όλα ήταν λοιπόν στημένα πάνω σε αυτό. Η Resita ήταν αλλά και έδειχνε αυτό που ήταν, μια βιομηχανική πόλη σε παρακμή... Ενδιαφέρον παρουσιάζει το υπαίθριο μουσείο μηχανών τρένων που βρίσκεται κοντά στο κέντρο της πόλης και είναι επισκέψιμο σχεδόν ολόκληρο το 24ωρο.
Κάναμε μια βόλτα αναζητώντας κάποιο εστιατόριο. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια σε μια πιτσαρία που δεν κάτσαμε γιατί έκλεινε (ας ήταν μόνο 9μμ!!!), βρήκαμε το Pizzaria del Centro, που ήταν ένα πολύ συμπαθητικό καφε-πιτσαρία με ευγενικούς υπαλλήλους και προσεγμένο περιβάλλον. Η συμπεριφορά των υπαλλήλων αλλά και το μαγαζί φάνταζαν σαν μύγα μες στο γάλα, αναφορικά με την πρώτη εικόνα που είχαμε αποκομίσει... Φάγαμε πίτσες που ήταν νόστιμες και οικονομικές.
Γυρνώντας στο ξενοδοχείο κατά τις 11μμ είχαν κλείσει τα πάντα. Κάποια στιγμή μας πέρασε από το μυαλό πως θα είχαν κλειδώσει και την κεντρική είσοδο. Δεν συναντήσαμε κανέναν. Πήγαμε στο δωμάτιο και ξαπλώσαμε στα αναπαυτικά κρεβάτια... δεν ξέρω αν ήταν τόσο αναπαυτικά ή εμείς ήμασταν τόσο κουρασμένοι...