Ξημέρωσε η τελευταία μέρα εκτός Ελλάδας και ουσιαστικά η τελευταία μέρα πριν την επιστροφή μας στην Αθήνα. Η πόλη του Turnul-Severin βρίσκεται 75χλμ από το Calafat την ακριτική πόλη της Ρουμανίας, απέναντι από την βουλγαρική πόλη Vidin. Οι συγκεκριμένες πόλεις αποτελούν ακόμα ένα σημείο σύνδεσης μεταξύ των 2 γειτονικών κρατών. Έχοντας υπολογίσει πως η συνολική απόσταση μέχρι το ελληνικό Άγκιστρο, ήταν περίπου 500χλμ, βάλαμε ως στόχο να ξεκινήσουμε μέχρι τις 11πμ. Κάπως έτσι κι έγινε...
Φορτώσαμε τα πράγματα και ακολουθώντας την κεντρική λεωφόρο, που διασχίζει την πόλη από την μια άκρη στην άλλη, οδηγήσαμε με οδηγούς τις πινακίδες για Calafat. Ο δρόμος είναι διάσημος στα φορτηγά, καθώς αποτελεί εμπορικό άξονα, προερχόμενο από την Τουρκία και ακόμα πιο ανατολικά. Η κατάστασή του ήταν πολύ καλή και σε γενικές γραμμές δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο πρόβλημα ή κίνηση.
Αφήνοντας την πόλη για αρκετά χιλιόμετρα οδηγούσαμε κοντά στην παραποτάμια ρουμανική ακτή με θέα τον επιβλητικό Δούναβη. Σε ορισμένα σημεία, ο ποταμός δημιουργούσε μικρούς κολπίσκους στις όχθες του, γεμάτους από νούφαρα. Ο δρόμος διέσχιζε μικρά χωριά, χωρίς κάποια ιδιαίτερότητα στην αρχιτεκτονική τους, αλλά με έντονα στοιχεία ζωής, ενδεχομένως λόγω της «εμπορικότητας» της διαδρομής.
Λίγο πριν το Calafat, ο δρόμος μετατρεπόταν σε αυτοκινητόδρομο. Κάναμε μια μικρή στάση σε ένα πρατήριο, για να ξοδέψουμε τα τελευταία ρουμανικά χαρτονομίσματα, βάζοντας βενζίνη. Λίγο πιο μετά συναντήσαμε τον σταθμό διοδίων, που οριοθετούσε και το τελωνειακό σταθμό των 2 κρατών. Για τα οχήματα υπάρχει αντίτιμο χρήσης της νεόκτιστης γέφυρας, που ξεκινά από τα 6ευρώ για τα ΙΧ επιβατηγά οχήματα. Η αλήθεια είναι πως δεν υπήρχε κάποια ενημερωτική πινακίδα, που συναντάς συνήθως σε σταθμούς διοδίων. Φτάνοντας στον πρώτο υπάλληλο, μας έκανε ένα τυπικό έλεγχο διαβατηρίων και στην συνέχεια σταματήσαμε στον επόμενο, στον οποίο πλήρωναν τα οχήματα για την διέλευσή τους από την γέφυρα.
Με ένα απλό νεύμα, μας έκανε νόημα να περάσουμε δωρεάν... Προφανώς οι μοτοσικλέτες έχουν ελεύθερη διέλευση... και κάπως έτσι βρεθήκαμε να περνάμε την εντυπωσιακή γέφυρα, η κατασκευή της οποίας ξεκίνησε το 2007 και εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 2013. Ονομάζεται «Γέφυρα της Νέας Ευρώπης», αποτελώντας ισχυρό σύμβολο της ευρωπαϊκής συνεργασίας, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της κατασκευής της καλύφθηκε με ευρωπαϊκά κονδύλια.
Βρισκόμασταν πλέον εντός βουλγαρικού εδάφους και ο δρόμος συνέχιζε κινούμενος περιφερειακά της πόλης του Vidin, με ανατολική πορεία και οδηγούς τις πινακίδες για Sofia (250χλμ). Αφού αφήσαμε τον περιφερειακό δρόμο, ακολουθήσαμε τον κεντρικό άξονα για Montana – Vratsa – Botegrad. Η διαδρομή άνετη, αλλά την περίμενα πιο «εμπορική», λόγω της χρήσης της από τα φορτηγά, αλλά και επειδή το πέρασμα του Vidin-Calafat αποτελεί το 2ο πιο διάσημο μεταξύ Βουλγαρίας-Ρουμανίας, μετά από το Russe-Giurgiu. Συναντήσαμε κάποια μικρά φτωχικά χωριά, που θα περιμέναμε να τα δούμε οδηγώντας –ενδεχομένως- σε μια πιο ορεινή και ερημική διαδρομή.
Έχοντας διανύσει περίπου 90χλμ εντός Βουλγαρίας, μπήκαμε στην κωμόπολη Montana. Αν και οι πινακίδες για Sofia οδηγούσαν σε μια περιφερειακή διάσχιση της πόλης, εμείς προτιμήσαμε να περάσουμε από το κέντρο για 2 λόγους: αφενός να δούμε το κέντρο της, αφετέρου να συναντήσουμε την διασταύρωση εναλλακτικής διαδρομής για Sofia. Η διάσχιση αποδείχτηκε εύκολη υπόθεση, ακολουθώντας τον κεντρικό οδικό άξονα της Montana και κάποιες οδηγίες του GPS.
Στην έξοδο της πόλης συναντήσαμε τον κόμβο για Blagovo, οπότε ακολουθήσαμε τον δρόμο 81. Για την συγκεκριμένη διαδρομή δεν είχαμε κάποια ιδιαίτερη πληροφόρηση. Μελετώντας τον χάρτη διαπιστώσαμε πως ήταν περίπου 40χλμ συντομότερος από την βασική διαδρομή μέσω Vratsa, καθώς επίσης έφτανε στα 1400μ υψόμετρο. Παίρνοντας το ρίσκο, καθώς δεν γνωρίζαμε την κατάστασή του, τον ακολουθήσαμε και όπως αποδείχτηκε δεν ήταν ατυχής η επιλογή μας.
Όσο ανεβαίναμε υψομετρικά, διασχίζαμε κατάφυτες περιοχές με ψηλά δέντρα. Ο δρόμος ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, κάνοντας την οδήγησή μας απολαυστική. Το τοπίο ήταν τόσο όμορφο, που κάποια στιγμή κάναμε μια στάση κάτω από μια πυκνή σκιά για να απολαύσουμε έναν αυτοσχέδιο καφέ. Στο ανώτερο σημείο της διαδρομής, βρισκόταν μια τεχνητή μικρή λίμνη και 2-3 μαγαζιά με φαγητό. Η κατηφορική διαδρομή συνεχίστηκε σε ίδιο περίπου σκηνικό, ενώ σιγά – σιγά η βλάστηση άρχισε να μειώνεται, όσο πλησιάζαμε στο απέραντο οροπέδιο της βουλγαρικής πρωτεύουσας. Κοντά στον περιφερειακό δρόμο της Sofia, η ποιότητα του δρόμου δεν ήταν τόσο καλή, διαθέτοντας κάποια μπαλώματα.
Φτάνοντας στον περιφερειακό –και αφού δέχτηκα και δεύτερο τσίμπημα μέλισσας στο ίδιο χέρι με την προηγούμενη φορά- ακολουθήσαμε πινακίδες για Kulata, που απείχαν περί τα 180χλμ. Βρεθήκαμε πιο κοντά στο σημείο εξόδου από τον περιφερειακό δρόμο της πρωτεύουσας, ακολουθώντας πλέον νότια πορεία. Η ώρα πλησίαζε 5μμ και είπαμε να κάνουμε μια στάση για ανεφοδιασμό και ένα πρόχειρο snack στο βενζινάδικο του αυτοκινητόδρομου.
Μας έμεναν περίπου 170χλμ για τα σύνορα, όπου είχαμε αποφασίσει να ξαναδιανυκτερεύσουμε και ειδικότερα στο Άγκιστρο. Ήδη είχαμε αρχίσει να σκεφτόμαστε τα ιαματικά λουτρά του χωριού. Η αλήθεια είναι πως στο συγκεκριμένο ταξίδι δεν νιώσαμε κουρασμένοι, ούτε μια μέρα. Προφανώς αυτό είχε να κάνει τόσο με τα λίγα –σχετικά- χιλιόμετρα που διανύαμε καθημερινά, αλλά και με το ότι η θερμοκρασία ήταν η καταλληλότερη που θα μπορούσε!
Κατά τις 7μμ φτάναμε στα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα του Προμαχώνα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει προσφέροντάς μας τα καλύτερα χρώματά του. Ένα έντονο συναίσθημα ευχαρίστησης ένιωθα… Ένιωθα πως έκανα αυτό που ήθελα στην ζωή μου… Στο μυαλό μου ερχόταν συνεχώς η φράση «Η ζωή είναι μία, ζήσε την! Ζήσε κάθε μέρα, σαν να είναι η τελευταία... και αυτό έκανα…»
Περάσαμε για μια ακόμα φορά τον απλό και τυπικό έλεγχο… Ακόμα και αν έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που τα σύνορα λειτουργούσαν εντατικά και οι έλεγχοι ήταν ενδελεχείς, εγώ δεν μπορούσα να μην σκεφτώ –έστω και στιγμιαία- πόσο είχαν αλλάξει τα πράγματα…
Έχοντας περάσει μερικά μέτρα από τον ελληνικό τελωνειακό σταθμό, κάναμε μια στάση να απολαύσουμε την θέα των κτιρίων που χρωματίζονταν από τα ομορφότερα χρώματα του ήλιου και να πούμε 2-3 κουβέντες με τον Στράτο… Λες και μας έλειπε το κουβεντολόι…
Πήραμε το δρόμο για το γειτονικό Άγκιστρο, απευθείας για τον ξενώνα. Δυστυχώς όμως για κακή μας τύχη ήταν πλήρες, οπότε επιλέξαμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας στο Ξύλινο Χωριό (40ευρώ/δίκλινο), όπου το είχαμε επισκεφτεί για φαγητό, όταν ξεκινούσε το ταξίδι μας. Εκεί βρήκαμε δωμάτιο και μάλιστα πιο γραφικό, καθώς πρόκειται για ένα συγκρότημα με ξύλινα σπιτάκια, πολύ γραφικά! Αφήσαμε το σενάριο των ιαματικών λουτρών, καθώς προτιμήσαμε να την αράξουμε στο εστιατόριο, πίνοντας την κρύα μπυρίτσα μας και δοκιμάζοντας τους γευστικούς μεζέδες που διέθετε.
Οι ρυθμοί μας ήταν χαλαροί, όπως και η κουβέντας μας σχετικά που επικεντρώθηκε στην συνολική εκτίμηση του ταξιδιού, τις διαδρομές που είχαμε κάνει και τα μέρη που επισκεφτήκαμε. Για μια ακόμα φορά ζούσαμε το ταξίδι, κάτι που θα συνέβαινε για αρκετές φορές στο μέλλον…
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΟ…
Τι να πεις, όταν τελειώνοντας ένα ταξίδι, δεν νοιώθεις παρά μόνο ευχαρίστηση;;; Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με την χώρα που επισκεφτήκαμε ή την παρέα που ταξίδεψε. Νομίζω πως έχει να κάνει και με τα δυο. Πριν ξεκινήσουμε, ένιωθα πως έπαιρνα ρίσκο να επισκεφτώ ξανά μέρη που είχα δει στο παρελθόν με το άγχος πως ίσως με τον τρόπο αυτό, να έχαναν την «πρώτη μαγεία» τους…
Με την επιστροφή, όμως, συνειδητοποίησα πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη! Έζησα το ταξίδι σαν να έβλεπα τα μέρη για πρώτη φορά και το σίγουρο είναι πως κάθε φορά, το ταξίδι είναι διαφορετικό! Νοιώθω απεριόριστη ευγνωμοσύνη που μου δόθηκε η ευκαιρία να ταξιδέψω ακόμα μια φορά και ειδικότερα να ξαναβρεθώ σε μέρη αγαπημένα, που κατέχουν ένα σημαντικό κομμάτι της καρδιάς μου…