Ο Μίμης ήταν ο πρώτος που σηκώθηκε και έφτιαξε καφεδάκια για να πιούμε. Για πρωινό δεν είχαμε μεριμνήσει, οπότε αρκεστήκαμε σε αυτό. Σε λίγο σηκώθηκαν και οι υπόλοιποι και κατά τις 9.30πμ βρισκόμασταν στις μοτοσικλέτες, έτοιμοι προς αναχώρηση. Η συγκεκριμένη μέρα δεν είχε πολλά αξιοθέατα. Θα οδηγούσαμε κατά μήκος της ακτής μέχρι το Split, όπου και θα διανυκτερεύαμε. Ξεκινήσαμε λοιπόν, με βόρεια πορεία πλέον. Ο καιρός ήταν και πάλι σύμμαχός μας: η θερμοκρασία σε φυσιολογικά επίπεδα: δεν ζεσταινόσουν, όταν ήσουν σταματημένος αλλά και δεν κρύωνες όταν οδηγούσες. Ο ουρανός γαλανός, όμως με κάποια σύννεφα, ικανά να δώσουν μια ξεχωριστή πινελιά στις φωτογραφίες.
Φεύγοντας από το Dubrovnik, απολαύσαμε για μια ακόμα φορά την θέα της πόλης από ψηλά. Κάθε φορά που την αντικρίζεις, εντυπωσιάζεσαι ακόμα περισσότερο!!! Συνεχίζοντας, ο δρόμος ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, κάνοντας την οδήγηση άνετη και απολαυστική! Ακολουθούσε την δαντελωτή ακτογραμμή. Πολλές φορές ήταν στο ύψος της θάλασσας και άλλες ανέβαινε αρκετά ψηλά από αυτή! Πλήθος μικρών κολπίσκων φιλοξενούσαν παραλίες, κάποιες γεμάτες κόσμο και άλλες ερημικές. Η τοπίο συμπεριλάμβανει κυρίως πεύκα, ελιές, οξιές και άλλα δέντρα που συναντά κανείς στις μεσογειακές ακτές. Σε αρκετά τμήματά κυριαρχούσαν τα πεύκα, δημιουργώντας πυκνά πευκοδάση!!!
Σχεδόν σε όλο το μήκος της διαδρομής, από την μεριά της θάλασσας, μπορούσες να διακρίνεις νησιά, μεγαλύτερα ή μικρότερα, που στην πλειονότητά τους ήταν μακρόστενα, θυμίζοντας χερσονήσους και ενδεχομένως κάποια από αυτά να ήταν. Τα νησιά αυτά επικοινωνούσαν με την ηπειρωτική Κροατία, με καράβια ή γέφυρες, όπως ενημέρωναν κάποιες πινακίδες. Αποτελούν τουριστικούς προορισμούς, ενώ κάποια από αυτά διαθέτουν οδικό δίκτυο και αρκετά χωριά, εξαιτίας του μεγάλου τους μεγέθους. Πολλές φορές μπορούσαμε να διακρίνουμε κάποια χωριά από την απέναντι πλευρά της ακτής. Το όλο σκηνικό σε έκανε να νομίζεις πως κινείσαι συνεχώς κατά μήκος ενός κόλπου, καθώς απέναντί σου έβλεπες και πάλι στεριά!!!
Τα χωριά που συναντήσαμε ήταν τα περισσότερα παραλιακά ψαροχώρια, τα οποία στις μέρες μας αποτελούν γνωστούς –περισσότερο ή λιγότερο- τουριστικούς προορισμούς. Ξενοδοχειακή υποδομή υπήρχε και το θετικό είναι πως στα περισσότερα από αυτά ο δρόμος δεν περνούσε μέσα από το κέντρο, αλλά περιφερειακά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην δημιουργούνται μποτιλιαρίσματα στον βασικό παράκτιο δρόμο. Εμείς επιπλέον, είχαμε την τύχη να ταξιδεύουμε εποχή που σε γενικές γραμμές δεν είναι τόσο τουριστική και για τον λόγο αυτό δεν συναντήσαμε ιδιαίτερο πρόβλημα. Επιπλέον, υπάρχει και ο αυτοκινητόδρομος που είναι σχεδόν παράλληλος με τον παράκτιο, αλλά όχι τόσο διασκεδαστικός και γραφικός.
Στην πόλη Omis κάναμε μια στάση να φάμε κάτι και να πιούμε έναν καφέ, καθώς η έλλειψη πρωινού, είχε κάνει τα στομάχια μας να γουργουρίζουν. Ο κεντρικός δρόμος περνά μέσα από την πόλη. Σταματήσαμε σε μια καφετέρια κάτω από κάτι πλατάνια, ενώ δοκιμάσαμε την τύχη μας σε φαγητό σε ένα υπαίθριο σαντουιτσάδικο που τελικά μας βγήκε πολύ καλό και φθηνό. Καθίσαμε για αρκετή ώρα, αφού ο τελικός προορισμός μας απείχε μόνο 25χλμ από εκεί. Η Omis διαθέτει ιστορικό κέντρο, αλλά το κυριότερο είναι πως βρίσκεται στην άκρη ενός φαραγγιού, το οποίο διασχίζει ο ποταμός Cetine. Μπορεί κανείς να επισκεφτεί το φαράγγι με βάρκα. Δυστυχώς εμείς λόγω έλλειψης χρόνο συνεχίσαμε για Spit.
Η πόλη του Spit δεν έχει τόσο εντυπωσιακή είσοδο, όπως το Dubrovnik. Θυμίζει περισσότερο μια κλασική πόλη που τα περίχωρά τους φιλοξενούν εταιρίες κάπως πιο αραιοκατοικημένες περιοχές. Έχοντας ορίσει στο κινητό μου την διεύθυνση του δωματίου που θα μέναμε, οδηγήσαμε στο κεντρικό δρόμο μέχρι το σημείο, που ουσιαστικά, έφτανε κοντά στην παλιά πόλη. Εκεί χωθήκαμε σε πιο στενούς δρόμους και ως δια μαγείας –για να είμαι ειλικρινής δεν το πίστευα πως θα τα καταφέρναμε- βρήκαμε το διαμέρισμα (Apartments Derek - 55€/4άτομα), σε ένα αδιέξοδο του δρόμου! Εκεί ένα χαρτί-σημείωμα μας ενημέρωνε να τηλεφωνήσουμε κάπου ώστε να έρθει η ιδιοκτήτρια να μας ανοίξει.
Όντως μετά από 15-20 λεπτά ήρθε μια κυρία η οποία μας άνοιξε το σπίτι και συνεννοηθήκαμε να παρκάρουμε τις μηχανές στο διπλανό γκαράζ, που είχαμε βάλει καταχρηστικώς. Με 50 kuna επιπλέον, κάναμε το parking ιδιωτικό, ενώ η εναλλακτική ήταν να τις αφήσουμε χύμα σε ένα ελεύθερο parking μερικά μέτρα παραπέρα. Η αλήθεια είναι πως το ποσό ήταν μικρό για να κάτσουμε να το σκεφτούμε, κυρίως αναλογιζόμενοι, όχι το φόβο της κλεψιάς, αλλά την μεταφορά των πραγμάτων…
Ντυθήκαμε και ξεκινήσαμε για το ανάκτορο του Δοκλητιανού που αποτελεί το κέντρο της ζωής της παλιά πόλης. Είναι σχεδόν τετράγωνο και περικλείεται από τείχη 215 χ 180μ., ενώ το ύψος τους φτάνει τα 28μ. Η διαρρύθμιση του θύμιζε ρωμαϊκό στρατόπεδο, διαθέτοντας 4 πύλες (χρυσή, αργυρή, χάλκινη και σιδερένια) και πύργους περιμετρικά των τειχών. Ο Δοκλητιανός κατασκεύασε το ανάκτορο όταν αποφάσισε να αποσυρθεί από την πολιτική. Μετά το θάνατό του, η σαρκοφάγος του τοποθετήθηκε στο Μαυσωλείο, όπου στην συνέχεια μετατράπηκε σε Καθεδρικό Ναό, που λειτουργεί μέχρι τις μέρες μας. Το 615 πρόσφυγες από τα Σάλωνα, ήρθαν στην πόλη και εγκαταστάθηκαν στο ανάκτορο, οι πλουσιότεροι στα αυτοκρατορικά διαμερίσματα και οι φτωχότεροι στους πύργους και στις πύλες.
Κινηθήκαμε μέσα στα σοκάκια που έσφυζαν από τουρίστες. Η παλιά πόλη εκτός από τα ιστορικά μνημεία και κτίρια φιλοξενεί πολλά καταλύματα και μαγαζιά, εστιατόρια και καφετέριες. Ουσιαστικά, διαθέτει δική του αγορά, ενώ μπροστά από την Αργυρή Πύλη υπήρχε υπαίθρια αγορά με φρούτα. Στην Χρυσή Πύλη μικροπωλητές διέθεταν πάγκους με αντίκες. Κινηθήκαμε προς την Σιδερένια Πύλη και μετά βγήκαμε έξω από τα τείχη, που κατέληγε στην προβλήτα της μαρίνας της πόλης. Εκεί υπήρχαν πολλές καφετέριες και ουσιαστικά το βράδυ αποτελούσε την καρδιά της διασκέδασης για ντόπιους και ξένους. Η ιδιοκτήτρια του δωματίου μας πρότεινε να φάμε σε ένα εστιατόριο («Konoba varos») κοντά στην περιοχή, το οποίο και επισκεφτήκαμε. Το φαγητό ήταν νόστιμό και η τοποθεσία σε ένα μικρό δρομάκι, μακριά από την πολυκοσμία. Το εσωτερικό του ήταν περισσότερο εντυπωσιακό.
Επιστρέψαμε έξω από τα τείχη και περιπλανηθήκαμε για αρκετή περπατώντας μέχρι να καταλήξουμε σε μια από τις καφετέριες για μια μπυρίτσα, υπό τους ήχους μια υπαίθριας μουσικής σκηνής που είχε στηθεί. Μόλις κάτσαμε είχαμε και μια τυχαία συνάντηση με έναν Έλληνα που ζούσε χρόνια εκεί, παντρεμένος με μια ντόπια, Έλληνα πατέρα και Κροάτισσα μάνα. Μιλήσαμε λίγο και μας ρώτησε για το ταξίδι μας.
Κατά τις 11μμ επιστρέψαμε στο δωμάτιο και άρχισε ο χαβαλές για τον τρόπο που θα κοιμόμασταν καθώς λόγω της διαρρύθμισης, αναγκαστήκαμε να κοιμηθούμε 3 άτομα σε ένα υπερδιπλο κρεβάτι!!! Κάπως έτσι έκλεισε η 5η μέρα του ταξιδιού…