Ξυπνήσαμε σχετικά νωρίς. Ο Βαγγέλης έφερε καφεδάκια από την reception και αράξαμε σε κάτι πάγκους για να τα πιούμε να και να συζητήσουμε το πρόγραμμα της ημέρας. Κατά τις 10.30πμ αναχωρήσαμε για την πόλη της Humedoara που απείχε περί τα 10χλμ.
Πολύ εύκολα και άνετα φτάσαμε στο χώρο στάθμευσης του «Castel Carvinilor», όπως ονομάζεται το κάστρο της πόλης. Αποτελεί πραγματικό στολίδι και έκπληξη για το τι μπορεί να κρύβει η μικρή και αδιάφορη –κατά τα άλλα- Humedoara. Περάσαμε την ξύλινη γέφυρα κάτω από την οποία υπάρχει τάφρος με τρεχούμενο νερό. Σήμερα δεν αποτελεί εμπόδιο για τους εισβολείς του κάστρου αλλά μέρος ξεκούρασης και «πλατσουρίσματος» των ντόπιων.
Το κάστρο είναι εντυπωσιακό! Χτισμένο τμηματικά, έχει γοτθικό ρυθμό και ίσως θα μπορούσα να πω πως είναι ότι καλύτερο έχουμε δει στην Ρουμανία από άποψη αρχιτεκτονικής. Η τιμή εισόδου είναι: 6RON/άτομο.
Το εσωτερικό του είναι καλοδιατηρημένο. Επισκεφτήκαμε αρκετές αίθουσες κάποιες από τις οποίες φιλοξενούν εκθέματα, έπιπλα και όπλα της εποχής. Δεν διαθέτει πολλά πράγματα. Και εδώ συναντήσαμε ένα πηγάδι που ήταν κατασκευασμένο από 2 Τούρκους αιχμαλώτους με την υπόσχεση πως με την αποπεράτωση του έργου θα ελευθερωθούν. Αντιθέτως μετά από 15 χρόνια προσπάθειας, όταν το τελείωσαν, αντί να ελευθερωθούν, τους σκότωσαν.
Αφήσαμε το κάστρο κατά τις 1μμ και κινηθήκαμε προς Deva (14χλμ.). Από εκεί ακολουθήσαμε την διαδρομή: Deva – Sebes – Sibiu (112χλμ.), μέσω των εθνικών δρόμων Ε68 και Ε81. Η ποιότητά τους είναι πολύ καλή –σε σχέση με ότι είχαμε συναντήσει μέχρι στιγμής την συγκεκριμένη μέρα. Μετά το Sebes και μέχρι το χωριό Saliste μας εντυπωσίασε το τοπίο που συναντήσαμε.
Περίπου 10-15χλμ. πριν το Sibiu o δρόμος ήταν πάρα πολύ καλός, φαρδύς και με καλής ποιότητας ασφαλτόστρωση.
Κατά τις 2.30μμ μπήκαμε στην πόλη της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης 2007, το όμορφο Sibiu. Ακολουθώντας τις πινακίδες για “centru” περάσαμε τα τείχη και βρεθήκαμε σε έναν παράδρομο πίσω από την κεντρική πλατεία.
Η Piata Mare (Μεγάλη Πλατεία) είναι πραγματικά εντυπωσιακή! Περιστοιχισμένη με όμορφα και καλοσυντηρημένα κτίρια – λόγω της πολιτιστικής πρωτεύουσας - αποτελεί το στολίδι της πόλης. Στο κέντρο της υπάρχουν τρύπες από τις οποίες εκτινάσσεται νερό, σαν σιντριβάνι. Παιδιά το είχαν βρει ως παιχνίδι. Λίγο πιο κάτω βρίσκεται βρύση με τρεχούμενο νερό... Πήγα απευθείας προς τα κει για να δροσιστώ ενώ ο Βαγγέλης κατευθύνθηκε στην κοντινότερη καφετέρια.
Πήρα και ένα τηλέφωνο την Πλουμιστή για να δω που ήταν καθώς σε κάποιο σημείο της διαδρομής χαθήκαμε. Μετά από λίγη ώρα εμφανίστηκε να διασχίζει την πλατεία με την μοτοσικλέτα!
Μετά από αρκετή ώρα χαλάρωσης ξεκινήσαμε μια μικρή βόλτα. Επισκεφτήκαμε την γειτονική πλατεία Piata Mica (Μικρή Πλατεία) που συνδέεται με την Piata Mare μέσω του κεντρικού πύργου. Εκεί βρίσκεται και ένα γνωστό hostel που αναφέρουν οι περισσότεροι οδηγοί.
Η Piata Mica θεωρώ πως είναι περισσότερο εντυπωσιακή και με περισσότερη ζωή. Φιλοξενεί πλήθος από μικρές καφετέριες που ξεφεύγουν από το τυποποιημένο στυλ. Στην πλατεία αυτή βρίσκεται και η γέφυρα “Pod Minciunilor” (Η γέφυρα των ψεμάτων). Υπάρχουν 3 εκδοχές για την προέλευση της ονομασίας της, όπως μας διηγήθηκε η εξυπηρετική και συμπαθέστατη υπάλληλος του πύργου:
- στο παρελθόν οι ερωτευμένοι άνδρες του Sibiu πήγαιναν στην συγκεκριμένη γέφυρα και δήλωναν δημοσίως τον έρωτά τους. Επειδή όμως σε κάποιες περιπτώσεις προδίδονταν, τότε χαρακτήριζαν την γέφυρα ως «Γέφυρα των ψεμάτων».
- στον Μεσαίωνα υπήρχαν οι λεγόμενες «μάγισσες» όπου προέβλεπαν το μέλλον. Όταν λοιπόν δεν επαληθεύονταν τα λεγόμενά τους, τότε τις έριχναν από την συγκεκριμένη γέφυρα.
- στο παρελθόν στην γέφυρα υπήρχαν μικροπωλητές, που κρυφάκουγαν τις συζητήσεις των περαστικών. Με τον τρόπο αυτό διαδίδονταν διάφορες φήμες που τις περισσότερες φορές ήταν ανακριβείς. Όσοι ήθελαν να διαδώσουν μια συκοφαντία, κουτσομπολιό πήγαιναν στην γέφυρα.
Αμέσως μετά επισκεφτήκαμε τον κεντρικό πύργο που ενώνει την Piata Mare και Piata Mica. Πληρώσαμε ένα εισιτήριο 1RON/άτομο και ανεβήκαμε στην κορυφή του (περίπου 100 σκαλοπάτια) απολαμβάνοντας την καταπληκτική θέα της πόλης από ψηλά. Η έκπληξη ήταν η πολλή συμπαθητική και εξυπηρετική υπάλληλος που μας πληροφόρησε για τα βασικότερα αξιοθέατα της πόλης. Χάρηκε πολύ όταν έμαθε πως είμαστε Έλληνες και γενικώς είχαμε μια πολύ ευχάριστη κουβέντα.
Μετά τον πύργο κατευθυνθήκαμε προς την διπλανή πλατεία Piata Heute, όπου βρίσκεται η επιβλητική εκκλησία των Ευαγγελιστών. Εκεί βρίσκεται και ο τάφος του γιου του Vlad Tepes (Dracula). Πληρώσαμε εισιτήριο 4RON/άτομο για να δούμε το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά και να παρακολουθήσουμε ένα κονσέρτο με το εκκλησιαστικό όργανο. Στην πόλη μένουν πολλοί Γερμανοί και ο δήμαρχος είναι γερμανός.
Βγήκαμε από την εκκλησία και ανεβήκαμε στην κορυφή του πύργου. Η θέα από εκείνο το σημείο εξίσου εντυπωσιακή. Πληρώσαμε 3RON/άτομο. Δυστυχώς όμως κάναμε το λάθος να αργήσουμε για 5 λεπτά και να μην καταφέρουμε να παρακολουθήσουμε το κονσέρτο.
Πήγαμε λοιπόν να βρούμε τον Βαγγέλη που την είχε καθίσει σε ένα σαντουιτσάδικο στην Piata Mica. Μας είχε προτείνει η υπάλληλος του πύργου και θα το πρότεινα ανεπιφύλακτα καθώς είναι και φτηνό και χορταστικό.
Κατά τις 6μμ αναχωρήσαμε ακολουθώντας τον εθνικό δρόμο Ε81 για Bucuresti και Fagaras, σε έναν σχετικά καλής ποιότητας δρόμο. Μερικά χιλιόμετρα παρακάτω βρεθήκαμε στον κόμβο για Fagaras και συνεχίσαμε στον εθνικό δρόμο Ε68, που μόνο εθνικό δίκτυο δεν ήταν. Ο δρόμος δεν ήταν καλής ποιότητας και είχε αρκετά μπαλώματα. Μετά από λίγο άρχισαν τα φανάρια καθώς σε πολλά σημεία ο δρόμος διέθετε ένα ρεύμα, λόγω έργων.
Ήταν πλέον 8μμ. όταν μετά από μερικά χιλιόμετρα βρεθήκαμε στον κόμβο του Ε68 με τον Transfagarasan (δρόμος που διαθέτει το υψηλότερο οδικό σημείο στην Ρουμανία). Στρίψαμε δεξιά και τον ακολουθήσαμε προς αναζήτηση καταλύματος. Ανεπιτυχώς... Ήταν τα πάντα υπερπλήρη! Αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε στον δρόμο για Fagaras και να κινηθούμε προς τα εκεί. Επιπλέον θέλαμε να βρούμε και βενζινάδικο καθώς κατά μήκος του Transfagarasan δεν υπάρχει βενζινάδικο (για περίπου 100χλμ.)
Στον δρόμο λοιπόν συναντηθήκαμε με ένα μια μηχανή GSXR 1000 (K5) με 2 αναβάτες. Χαιρετηθήκαμε περιμένοντας ένα ακόμα φανάρι λόγων έργων. Λίγο παρακάτω σταμάτησα και η Πλουμιστή τους έκανε νόημα. Σταμάτησαν και αυτοί. Δεν μιλούσαν αγγλικά και για αυτό ανέλαβα δράση. Τους ρώτησα για βενζινάδικο (καθώς είχαμε περάσει το χωριό Ucea de Jos, στο οποίο υποτίθεται πως ήταν ένα βενζινάδικο) και για το αν υπήρχε κάποιο κατάλυμα κατά μήκος της διαδρομής για Fagaras.
Μου είπαν πως το πρατήριο ήταν παρακάτω (σε αυτό πήγαιναν και αυτοί) και πως κατάλυμα δεν υπήρχε παρά μόνο στο Fagaras. Το αρνητικό ήταν πως μέχρι εκεί θα συναντούσαμε φανάρια κάθε 200 μέτρα!!! Καθαρή αυτοκτονία! Μας πρότειναν ένα ξενοδοχείο στην πόλη τους, την Victoria που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση. Προσφέρθηκαν μάλιστα να μας πάνε μέχρι εκεί και να μιλήσουν με τον ιδιοκτήτη προκειμένου να βάλουμε τις μηχανές στον κήπο που διέθετε. Μετά από μια μικρή σύσκεψη με τους υπόλοιπους αποφασίσαμε να πάμε.
Λίγο αργότερα βρισκόμασταν καθοδόν προς το ξενοδοχείο. Με το που μπήκαμε στην πόλη, είχα την αίσθηση πως πρόκειται για μια μικρή αστική περιοχή χωρίς ενδιαφέρον τουριστικό... όπως και ήταν τελικά. Στην κεντρική πλατεία βρισκόταν το ξενοδοχείο Hotel Central 2**. Ρωτήσαμε την ηλικιωμένη κυρία της reception. Το τρίκλινο στοίχιζε 160 RON και ήταν σε καλή κατάσταση: καθαρό και περιποιημένο.
Τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και δώσαμε ραντεβού με τα παιδιά να βρεθούμε ξανά για να πάμε για φαγητό και ποτάκι ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για το ενδιαφέρον τους αλλά κυρίως για να γνωριστούμε καλύτερα. Μετά από 40 λεπτά συναντηθήκαμε όλοι μαζί έξω από το ξενοδοχείο: ο Raul με ένα Kawasaki ZX-900, ο Ionica με το Suzuki GSXR-1000 και η κοπέλα του Mirabella.
Μας πήγαν σε ένα ωραίο εστιατόριο –το καλύτερο της περιοχής- ονόματι «Paradis». Τους προσκαλέσαμε να κάτσουν μαζί μας, αλλά μας αρνήθηκαν ευγενικά δίνοντάς μας ραντεβού στο υπαίθριο μπαράκι (terasa) που βρισκόταν στο πίσω μέρος του κτιρίου. Φάγαμε γρήγορα –καθώς δεν θέλαμε να περιμένουν- και πήγαμε προς τα κει.
Πραγματικά δεν μπορούσα να φανταστώ πως στο πίσω μέρος του κτιρίου θα ήταν όλη η ζωή της πόλης! Όλη η νεολαία ήταν εκεί... Συναντήσαμε τα παιδιά που είχαν κρατήσει ένα τραπέζι. Πιάσαμε κουβέντα για την ζωή τους στην πόλη, τα προβλήματά τους, τις μοτοσικλέτες και τα ταξίδια που θα ήθελαν να κάνουν αλλά δεν το επιτρέπουν τα οικονομικά τους. Στην πόλη μένουν περίπου 6.000 άτομα και 4.000 έχουν φύγει στο εξωτερικό. Υπάρχεια χημική βιομηχανία, που δίνει θέσεις εργασίας στους ντόπιους. Πέρα από αυτό τους πλήττει η ανεργία και αυτός είναι ο λόγος που φεύγουν στο εξωτερικό. Δυστυχώς για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους δεν έγιναν άλλες επενδύσεις στην περιοχή. Πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα και τα παιδιά πολύ συμπαθητικά και φιλόξενα...
Κατά τις 1.30πμ. επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο και τελικά αφήσαμε τις μηχανές έξω από την ρεσεψιόν αφού τις κλειδώσαμε σχολαστικά. Πριν κοιμηθώ σκεφτόμουνα πως ξεκίνησε η αναζήτηση καταλύματος, πως ταλαιπωρηθήκαμε, τι εμπόδια βρήκαμε και τελικά βρεθήκαμε με μια φιλόξενη παρέα που θα αποτελεί ένα από τα πράγματα που θα θυμόμαστε από το ταξίδι... Να είναι καλά τα παιδιά και τους ευχόμαστε “Drum uscat” που σημαίνει «Στεγνός δρόμος», όπως εύχονται οι ντόπιοι μοτοσικλετιστές…
Lacul Teliuc – Hunedoara – Sibiu – Victoria
Πληροφορίες Ταξιδιού
Οδοιπορικό 2007 II
Ημερομηνία: Τετ, 18/07/2007
Ρουμανία
Απόσταση: 240 χλμ.
Μοτοσυκλετιστές: Μανώλης, Πλουμιστή, Βαγγέλης
Φωτογράφοι: Μανώλης, Πλουμιστή, Βαγγέλης
Συγγραφείς: Μανώλης
Χάρτης: Χάρτης ταξιδιού
Φωτογραφίες: Ρουμανία / Romania 2007 - 18.7.2007