Βρισκόμασταν σε υψόμετρο κοντά στα 900μ. και η νύχτα ήταν πολλή δροσερή. Ξύπνησα ξεκούραστος και κατέβηκα στην μικρή αυλή. Σε λίγο ήρθε και ο Γιώργος. Ζητήσαμε από τον ηλικιωμένο ιδιοκτήτη να μας φτιάξει 2 καφεδάκια πριν μας σερβίρει το πρωινό μας. Ήμασταν πολύ χαλαροί και δεν ενδιέφερε αν θα καθυστερούσαμε. Έτσι κι αλλιώς είχαμε μόνο 150χλμ. περίπου, να διανύσουμε μέχρι τον προορισμό μας, την Afyonkarahisar.
Πριν αναχωρήσουμε, είπαμε να κάνουμε μια μικρή βόλτα στο νησάκι που βρισκόμασταν, στην Yesilada. Το Egirdir διαθέτει κάποια αξιοθέατα, όπως το τζαμί που φιλοξενείται στο κέντρο και έχει την αρχιτεκτονική ενός παλαιού karvansaray. Επίσης, αξιοθέατα υπάρχουν και στην Yesilada, όπως το τμήμα του κάστρου που έχει απομείνει, τα παλαιά ελληνικά σπίτια (αυτά βρίσκονται στην είσοδό του) αλλά και μια από τις 14 ελληνικές εκκλησίες που έχει διασωθεί, ο Ayastefanos (Άγιος Στέφανος). Προς τα εκεί ξεκινήσαμε την βόλτα μας πεζοί.
Η εκκλησία του Αγ. Στεφάνου βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από την pansion. Εξωτερικά είναι καλά διατηρημένη, ενώ στο εσωτερικό του δεν σώζονται κάποιες αγιογραφίες. Όπως αναφέρεται η εκκλησία –αρχικά- για σκεπή είχε το κύτος μιας μεγάλης βάρκας που με τα χρόνια αντικαταστάθηκε με κανονική σκεπή. Δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να μπούμε στο εσωτερικό της, γιατί ήταν κλειδωμένη. Οπότε ότι μπορέσαμε να δούμε από αυτό, ήταν από τα παράθυρα.
Συνεχίσαμε την βόλτα μας κινούμενοι δίπλα στην λίμνη. Φυσούσε αρκετός αέρας και η μια πλευρά της ήταν φουρτουνιασμένη, σε αντίθεση με την άλλη που ήταν εντελώς ήρεμη. Τα γαλαζοπράσινα χρώματά της σε συνδυασμό με τον γαλανό ουρανό δημιουργούσαν ένα γοητευτικό αποτέλεσμα!!! Πριν επιστρέψουμε, χωθήκαμε για λίγο στα στενά σοκάκια και βρήκαμε όμορφα σπίτια, πολλά από τα οποία διέθεταν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική: πέτρινο το ισόγειο και ξύλινος ο όροφος. Τα περισσότερα από αυτά δεν ήταν διατηρημένα, ενώ σε κάποια άλλα είχαν απλώς καρφώσει φύλλα τσίγκου στους εξωτερικούς τοίχους για να ελαττώσουν την φθορά από τα καιρικά φαινόμενα.
Η ώρα είχε φτάσει 12 όταν ετοιμαστήκαμε να αναχωρήσουμε. Χαιρετήσαμε στην συμπαθητική γυναίκα του ιδιοκτήτη, αλλά δυστυχώς ο ίδιος έλειπε. Βγάλαμε μια αναμνηστική φωτογραφία έξω από την pansion και υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως θα την εμφανίσω και θα του την στείλω με την επιστροφή μας στην Ελλάδα.
Αναχωρήσαμε λοιπόν για Afyonkarahisar, ακολουθώντας πορεία βορειοδυτική. Έχοντας δει την ανατολική παραλίμνια διαδρομή, πρότεινα στα παιδιά (ύστερα και από την προτροπή ενός φίλου Τούρκου μοτοσικλετιστή) να ακολουθήσουμε την δυτική παραλίμνια διαδρομή και όπως αποδείχτηκε στην συνέχεια, πολύ καλά πράξαμε.
Με οδηγούς τις πινακίδες για Barla, Afyonkarhisar και Senirkent οδηγήσαμε σε έναν δρόμο με σχετικά καλή ποιότητα ασφάλτου και άνετες στροφές που έκαναν την οδήγησή μας απολαυστική. Διέθετε πολλά σημεία με εκπληκτική θέα της λίμνης στα αριστερά αλλά και τον βουνών Barla Dagi που έφταναν τα 2.800μ. στα δεξιά μας.
Αφού διανύσαμε περίπου 30-40χλμ., βρεθήκαμε στην διασταύρωση με τον κεντρικό δρόμο Yalvac – Senirkent. Από εκεί και πέρα αποφασίσαμε να φτάσουμε στην Afyon (60χλμ) μέσω της πόλης Suhut και όχι μέσω Dinar. Μπροστά μας βρισκόταν μια περιοχή με ποώδη βλάστηση που λόγω καλοκαιριού είχε ξεραθεί. Δέντρο δεν μπορούσες να δεις σχεδόν πουθενά. Ο δρόμος ανέβαινε υψομετρικά, φτάνοντας περίπου 1.400μ. Η οδήγηση ήταν άνετη.
Παρά το γεγονός πως η βλάστηση ήταν ελάχιστη, το τοπίο διέθετε μια ιδιαίτερη ομορφιά. Μέχρι την Afyonkarahisar κινηθήκαμε σε αυτό το σκηνικό βλάστησης – τοπίου. Κάποιο τμήμα του βρισκόταν σε ένα λεκανοπέδιο όπου οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης Suhut καλλιεργούσαν κάποια τμήματα γης, οπότε και μπορούσες να δεις κάποια δέντρα και καλλιεργήσιμα κτήματα. Το υψόμετρο δεν έπεφτε κάτω από τα 1000μ. και οι θερμοκρασία ήταν ιδανική για ταξίδι.
Φτάνοντας στην πόλη Afyonkarahisar, μπήκαμε από τμήμα της πόλης που διαθέτει ψηλές πολυκατοικίες. Γρήγορα, όμως, προσεγγίσαμε το πολύβουο εμπορικό κέντρο που συμπίπτει και με το παλαιό τμήμα της πόλης. Από την προηγούμενη μέρα είχαμε ρίξει μια ματιά για ξενοδοχεία και είχαμε εντοπίσει ως μια καλή λύση το Hotel Soydan. Ξέραμε πως βρισκόταν στο κέντρο, αλλά όχι που ακριβώς. Προσπαθήσαμε να το βρούμε από το gps αλλά δεν τα καταφέραμε. Έτσι λοιπόν, αρχίσαμε να ρωτάμε κάποιους ντόπιους που ήταν πολύ πρόθυμοι να βοηθήσουν αλλά μιλούσαν μόνο τούρκικα! Εν πάση περιπτώσει την λύση έδωσαν κάποιοι μοτοσικλετιστές αστυνομικοί που μας πήγαν μέχρι την είσοδο του ξενοδοχείου! Όπως αποδείχτηκε –τελικά- ήταν πολύ εύκολο, αφού βρισκόταν σε κεντρικό δρόμο κοντά στην κεντρική πλατεία που φιλοξενεί το Μνημείο Πολέμου και το Μουσείο Νίκης.
Το ξενοδοχείο (120TL/τρίκλινο με πρωινό) βρίσκεται σε ιδανικό σημείο για να πας περπατώντας στα βασικά αξιοθέατα της πόλης, αλλά έχει σημαντικό πρόβλημα με την στάθμευση. Οι υπάλληλοι δεν μιλούν αγγλικά. Η συνεννόηση ήταν στην νοηματική με σκόρπιες τουρκικές λέξεις. Η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο δύσκολη, όταν προσπαθούσαν να μας πείσουν να παρκάρουμε τις μοτοσικλέτες στην ρεσεψιόν(!!!) ανεβάζοντάς τις από κάποιες μικρές ράμπες. Φυσικά ούτε που το επιχειρήσαμε (λόγω βάρους) και απλά τις παρκάραμε στο πεζοδρόμιο με αρκετή προσοχή!
Αφού αλλάξαμε ξεκινήσαμε να επισκεφτούμε πεζοί την παλαιά πόλη, αφού πρώτα γευματίσαμε (για πρώτη φορά τέτοια ώρα-4μμ.) σε ένα από τα πολλά “kebab” εστιατόρια της περιοχής.
Αρχικά κινηθήκαμε προς την κεντρική πλατεία που φιλοξενεί το Μνημείο του Πολέμου και το Μουσείο της Νίκης που αξίζει περισσότερο το κτίριο παρά τα εκθέματά του. Στην συνέχεια χωθήκαμε στην περιοχή πίσω από το Μνημείο, που βρίσκεται κάτω από τον πανύψηλο και επιβλητικό βράχο στην κορυφή του οποίου δεσπόζει το σελτζούκικο κάστρο. Είναι επισκέψιμο, αφού πρώτα θα πρέπει να ανέβεις 700 σκαλιά.
Εμείς προτιμήσαμε να περπατήσουμε μέσα στις γειτονιές ανακαλύπτοντας πολλά παραδοσιακά σπίτια, αλλά καλοδιατηρημένα και άλλα αφημένα στην τύχη τους. Εντύπωση μου έκανε, πως ενώ κάποια σου έδιναν την εντύπωση πως ήταν εγκαταλελειμμένα, διαπίστωνες πως κατοικούνταν!!! Στα στενά δρομάκια παιδάκια έπαιζαν, ενώ γυναίκες είτε έκαναν δουλειές, είτε ρέμβαζαν πίνοντας τσάι. Συναντήσαμε τζαμιά άλλα μεγαλύτερα και άλλα μικρότερα. Κάποιοι δρόμοι ήταν περισσότεροι «εμπορικοί», διαθέτοντας μικρά μαγαζιά. Σου έδιναν την εντύπωση πως κάθε συντεχνία είχε την δική της περιοχή, πχ. περιοχή σιδηρουργών, χρυσοχόων, εμπόρων ρούχων, ζαχαροπλαστών, κτλ. Σε κάποιο σιδηρουργείο μας προσκάλεσαν να δούμε πως δουλεύουν και βγάλαμε μερικές φωτογραφίες.
Τυχαία κατά την περιπλάνησή μας βρήκαμε πινακίδες που μας έδειχναν την κατεύθυνση για το Ulu Camii – Μεγάλο Τέμενος. Χτίστηκε το 1272. Το χαρακτηριστικό του είναι πως διαθέτει 40 κολόνες με ίχνη χρώματος σε ορισμένα από τα κιονόκρανα. Ευτυχώς, μόλις που το προλάβαμε ανοιχτό και είδαμε το εσωτερικό του (είσοδος ελεύθερη). Ακριβώς απέναντι βρισκόταν και ο δρόμος που οδηγεί στα σκαλιά για το κάστρο.
Πήραμε το δρόμο για το κέντρο και βρεθήκαμε στο Μουσείο των Δερβίσηδων που είναι επισκέψιμο (είσοδος ελεύθερη). Η πόλη υπήρξε το 2ο μεγαλύτερο κέντρο Δερβίσηδων στον κόσμο μετά το Ικόνιο.
Συνεχίζοντας περάσαμε μπροστά από ένα συνεργείο μηχανών και ο Στράτος σκέφτηκε να ρωτήσει αν διαθέτει λαμπάκι για το πίσω φως της μηχανής του. Του είχε καεί αρκετές μέρες και όπου και να ψάχναμε δεν βρίσκαμε. Αυτή την φορά στάθηκε τυχερός. Αν και δεν μιλούσε κανένας αγγλικά, συνεννοηθήκαμε. Όταν τους είπαμε πως ήμασταν Έλληνες, τότε περιχαρής ο μάστορας μας έδειξε την κάρτα ενός Έλληνα μοτοσικλετιστή που του είχε στείλει από την Ελλάδα και τον ευχαριστούσε για την φιλοξενία του.
Λίγο μετά το συνεργείο κάναμε μια στάση σε ένα μικρό πάρκο. Λίγο αργότερα συνεχίσαμε επιστρέφοντας στην γειτονιά μας. Επισκεφτήκαμε το κεντρικό τζαμί της περιοχής και φωτογραφίσαμε τον περίτεχνο μιναρέ του.
Η βραδιά έκλεισε πίνοντας καφεδάκι σε μια καφετέρια σε όροφο απέναντι από το ξενοδοχείο. Παρατηρούσαμε τον κόσμο που περνούσε: πως ήταν ντυμένος, τι έκανε, πως οδηγούσε… Εντύπωση μου έκανε το γεγονός πως κανένας δεν φορούσε σορτς, όλοι παντελόνια! Οι περισσότερες κοπέλες είχαν μαντίλες και κάποιες από αυτές μακριά φορέματα και μακρυμάνικες μπλούζες. Η κοινωνία της Afyon ήταν όντως συντηρητική, όπως και ευρύτερη περιοχή της Konya…