14 Ιουλίου 2006:Αφού αποχαιρέτησα τους πάντες στο γραφείο με πολλή όρεξη, πήρα το σκουτεράκι μου και ξεκίνησα για το σπίτι. Το πολύ άγχος είχε φύγει. Ουσιαστικά όλα είχαν πάρει το δρόμο τους και εγώ σύντομα θα έπαιρνα τον δικό μου. Τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα.Κατά τις 5μμ. το απόγευμα άρχισα να δοκιμάζω το στήσιμο των αποσκευών στη μηχανή. Δέσιμο από εδώ, λύσιμο από εκεί. Να μην κάθονται τα ρημάδια τα σαμάρια! Επιστρατεύω τον πατέρα μου να με βοηθήσει με το δύσκολο αυτό έργο.
Κατά τις 7μμ. περίπου συμβιβαστήκαμε και μας άρεσε το δέσιμο. Αποχαιρέτησα όλη την οικογένεια, βάζω μπουφάν και κράνος, κάνω τελευταίο check και φύγαμε. Διανύοντας τα πρώτα κιόλας μέτρα, ψυλλιάζομαι ότι κάτι πάει στραβά με τα σαμάρια. Παρατήρησα ότι σε κάθε λακκούβα αλλάζανε θέση και χοροπηδούσαν σαν «τρελά». Μου ήταν αδύνατο να φύγω έτσι για το εξωτερικό και το είχα καταλάβει. Ευτυχώς που κατέβαινα προς Πειραιά και μου ήρθε η ιδέα να πεταχτώ από το μηχανικό μου. Τελικά το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχα φροντίσει να δέσω τα μπαγκάζια σωστά –σε σχέση με τη μηχανή- έτσι ώστε να μην κουνιούνται πέρα-δώθε. Ο μηχανικός μου έδωσε μια πάρα πολύ καλή λύση, χρησιμοποιώντας ναυτικούς κόμπους. Έτσι λοιπόν, αποχαιρετώντας τον, κατά τις 8:30μμ. ξεκίνησα για την Πάτρα.
Κατά τις 10 έφτασα τελικά στη Πάτρα. Αφού έκανα μια γύρα, πετάχτηκα από τα γνωστά (από πέρυσι) EVEREST, για να πάρω κάτι να τσιμπήσω. Από εκεί, πήγα σε ένα περίπτερο για να πάρω νερά και μετά «βουρ» στο λιμάνι. Φτάνοντας στο πλοίο, που τελικά δεν ήταν το ίδιο με το αναγραφόμενο στο εισιτήριο, ρώτησα έναν λιμενικό αν είχε αρχίσει η επιβίβαση. Μου είπε ότι έπρεπε να είχα κάνει check-in πρώτα. Ξανά λοιπόν πίσω στην είσοδο για check-in. Αφού έγινε και αυτό, κατάφερα και μπήκα στο πλοίο. Την ώρα που μπήκα (κατά τις 11μμ.) υπήρχαν πολύ λίγα αυτοκίνητα ήδη μέσα. Με λίγα λόγια η κίνηση ήταν μέτρια, αναμενόμενο γι’ αυτήν την περίοδο.
Το να είσαι μόνος σου έχει τα δικά του ζόρια. Έπρεπε να βγάλω το tankbag, να βγάλω το sleeping bag, να το δέσω με το tankbag, να βγάλω την αλυσίδα από το σαμάρι, να την δέσω κουλούρα με το κράνος, να βάλω στο διπλό stand τη μηχανή και τέλος να εύχομαι να πάνε όλα καλά και να μην την βρω γδαρμένη ή πεσμένη.
Κάνοντας μια γύρα στο πλοίο, κατέληξα τελικά στην καφετέρια του πλοίου (την εσωτερική). Άραξα για κάμποση ώρα στον καναπέ δοκιμάζοντας καφέδες, milkshake και ότι άλλο μου ερχόταν. Η ώρα πήγε 1πμ. Η νύστα είχε γίνει αφόρητη. Αφού διάβασα στο lonelyplanet αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα, τα κατέγραψα στο σημειωματάριο μου για να τα ξαναμελετήσω την επόμενη μέρα. Τελικά, με πήρε ο ύπνος στην καφετέρια κατά τις 4πμ.
15 Ιουλίου 2006:Όσοι άλλοι κοιμόντουσαν στην καφετέρια, περίμεναν απλά να δέσει το πλοίο Κέρκυρα. Το είχα ξεχάσει τελείως. Κατά τις 6πμ. το πρωί και ύστερα από 2 ώρες ύπνου, ήμουν πάλι στο πόδι, αφού με ξύπνησαν οι σερβιτόροι. Κατά τις 7πμ. που έπιασε λιμάνι Κέρκυρα, την έκανα με «ελαφριά πηδηματάκια» για τις καρέκλες αεροπορικού τύπου. Εκεί ήταν όλα ήσυχα, έτσι λοιπόν έβγαλα το sleeping bag και «ξεράθηκα» για άλλες 4 ώρες, έως τις 11 το πρωί δηλαδή. Όταν ξύπνησα πήγα στο μπάνιο για φρεσκάρισμα και καπάκι στην καφετέρια για τον πρωινό μου καφέ. Αργότερα έκανα μια δεύτερη γύρα στο πλοίο, έβγαλα 3-4 φωτογραφίες τα ξερά και απότομα βουνά της Αλβανίας και μετά πάλι μέσα για διάβασμα του οδηγού του lonelyplanet ποιο αναλυτικά.
Η ώρα ήταν 3:30μμ. και είχα κατασταλάξει πάλι στη γνωστή καφετέρια για τον μεσημεριανό μου καφέ. Μία ώρα αργότερα, η πλήξη και η ανία ήταν ζωγραφισμένες στο πρόσωπό μου. Περίμενα πως και πως να νυχτώσει για να πάω για ύπνο. Άγνωστο βέβαια πόσους θα συναντήσω εκεί πέρα στα αεροπορικά καθίσματα, και αν θα βρω φυσικά θέση να κοιμηθώ έστω για λίγο.
Η ώρα πήγε 8μμ. Σε 12 ώρες, σκεφτόμουν, θα ήμουν στο δρόμο για Brno, λίγη υπομονή λοιπόν ακόμα. Για μια ακόμα φορά συνειδητοποίησα πως το ποιο βαρετό πράγμα σε ένα τέτοιο ταξίδι είναι το διάστημα του ταξιδιού στο πλοίο. Η ώρα δεν περνάει με τίποτα .... ο χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει και ο μόνος τρόπος να ξεγελαστείς του εαυτό σου και να ξεχαστείς είναι ... ο ύπνος!
Κατά τις 10μμ. δεν άντεξα άλλο να περιμένω και άρχισα να ψάχνω απεγνωσμένα κάπου να κοιμηθώ. Στις καρέκλες αεροπορικού τύπου, υπήρχε ελεύθερος χώρος μόνο σε μια καρέκλα. Έτσι βολεύτηκα εκεί. Ζήτημα να κοιμήθηκα 3 ώρες, αφού είχα πιαστεί όλος.