30 Ιουλίου 2006: Ξύπνημα –χωρίς ξυπνητήρι αυτή τη φορά- στις 9:15πμ. Πήγα απευθείας για καφέ μπας και άνοιγε το μάτι μας. «Η ημέρα της επιστροφής», σκέφτηκα. Η Venice (Βενετία) απείχε -σύμφωνα με τις ταμπέλες τουλάχιστον- γύρω στα 45 χιλιόμετρα. Άρα αν αναχωρούσα γύρω στις 11πμ. –καθώς έπρεπε να άφηνα το δωμάτιο κατά τις 12 το αργότερο- θα ήμουν στην ώρα μου στο λιμάνι. Επιβίβαση στο πλοίο ήταν κατά για τις 2μμ. Σκέφτηκα πως καλό θα ήταν να βρίσκομαι κοντά στο πλοίο νωρίτερα. Ποτέ δεν ξέρεις τι κίνηση θα μπορούσες να συναντήσεις. Είχα σκοπό να κατέβαινα Ηγουμενίτσα, μιας και δεν θα άντεχα να περιμένω μέχρι τις 8μμ. που θα έπιανε λιμάνι στην Πάτρα.
Το σημείο αναχώρησης τελικά ήταν στο παλιό λιμάνι, μέσα στη Venice. Στο check-in γνώρισα ένα ζευγάρι Ιταλών, που θα κατέβαιναν και αυτοί στην Ηγουμενίτσα μαζί για να συνέχιζαν από εκεί για τις καλοκαιρινές διακοπές τους στα νησιά του Ιονίου. Κουβέντα στην κουβέντα, πέρασε η ώρα και αφού χαιρετηθήκαμε, πήγα να περιμένω στο σημείο επιβίβασης. Η ώρα είχε πάει 12:30μμ. όταν με άφησαν να μπω στο πλοίο. Μέσα στο πλοίο, κάνοντας μια γύρα, αποφάσισα να αράξω στην καφετέρια που είχε air-condition, καθώς δεν άντεχα τη ζέστη.
Στην καφετέρια βρέθηκα τυχαία με το ζευγάρι των Ιταλών. Κάθισαν και συζητήσαμε λίγο. Τους ρώτησα ποία θα ήταν η καλύτερη περίοδος για να δω τις Άλπεις το καλοκαίρι, καθώς είχα μείνει εντυπωσιασμένος και θεωρούσα σχεδόν βέβαιο ένα μελλοντικό ταξίδι εκεί. Απ’ ότι μου είπαν, αν ήθελα να απολαύσω φύση και διαδρομή χωρίς κίνηση, ο Ιούλιος ή ο Σεπτέμβριος ήταν οι καλύτερες περίοδοι. Μου τόνισαν πως καλό θα ήταν να έβλεπα γενικώς τον καιρό πριν ξεκινήσω, γιατί ποτέ δεν ξέρεις. Πάντως, το σίγουρο ήταν ότι θα συναντούσα μερικές απρόοπτες βροχές (ακόμα και το καλοκαίρι), σαν αυτήν που είχα «δοκιμάσει» την Παρασκευή.
Κατά το βραδάκι, περνώντας από τα καθίσματα αεροπορικού τύπου, ανακάλυψα ότι δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα μέσα, πόσο μάλλον για να βρω θέση. Ήταν όλες πιασμένες από νωρίς. Στις πληροφορίες που ρώτησα έναν τυπάκο, μου είπε ότι θα μπορούσα να κοιμηθώ στο μεγάλο σαλόνι όταν κλείσει. Στήθηκα και εγώ στο μεγάλο σαλόνι περιμένοντας καρτερικά. Η ώρα περνούσε, αλλά δεν έκλεινε. Η ώρα είχε φτάσει 1πμ. το βράδυ και ήταν ακόμα ανοιχτό και με κόσμο. Τελικά κατά τις 2πμ. δεν άντεξα και την έπεσα στον καναπέ που καθόμουν. Ένας σερβιτόρος ήρθε και μου είπε «Δεν έχω πρόβλημα να κοιμηθείς εδώ, αλλά να ξέρεις ότι το πρωί θα σε ξυπνήσουν κατά τις 5:30πμ.».
31 Ιουλίου 2006: Στις 6:30πμ. το πρωί, ήρθε ένας τυπάκος και με ξύπνησε. Σκούπιζε το σαλόνι. Από εκείνη την ώρα ήμουν στο πόδι συνέχεια. Πρέπει να ήπια πάνω από 3 καφέδες μέχρι τις 11:30πμ. που πιάσαμε το πρώτο λιμάνι, αυτό της Κέρκυρας. Δυο ώρες αργότερα, και εγώ σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου-ξύπνιου, φτάναμε στην Ηγουμενίτσα. Κατέβηκα στο γκαράζ και ενώ ετοιμαζόμουν για την αποβίβαση, βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω έναν νταλικέρη ποια διαδρομή ήταν η καταλληλότερη από Ηγουμενίτσα για Αθήνα. Μου πρότεινε την Ηγουμενίτσα – Πρέβεζα – Αμφιλοχία – Αθήνα.
Έτσι λοιπόν, με το που έδεσε το πλοίο, βγήκαμε, χαιρέτησα το ζευγάρι Ιταλών που γνώρισα στο πλοίο και ξεκίνησα για Αθήνα μέσα στη ζέστη του μεσημεριού. Το ταξίδι μου είχε φτάσει στο τέλος του, όταν στις 7μμ. και κάτι έφτασα επιτέλους στο σπίτι μου, εξαντλημένος από την ζέστη και την κούραση, αλλά γεμάτος εικόνες, συναισθήματα, εμπειρίες μοναδικές και ικανοποίηση.