Το τριήμερο των Θεοφανείων δεν μπορούσε να μείνει ανεκμετάλλευτο, βέβαια τα δελτία καιρού μας πίεζαν να προσαρμόσουμε τις όποιες προσδοκίες σε ένα διήμερο μιας και η πρόγνωση για την Παρασκευή -ανήμερα των Θεοφανείων- ήταν βροχές σε σχεδόν ολόκληρη την μέρα.
Ο Μανώλης και Γιώργος Ζ. είχαν επισκεφθεί από την Πέμπτη που ο καιρός ήταν ακόμα καλός τον Γιώργο στο χωριό του Κλεισούρα Φιλιππιάδας. Την παρέα του ενίσχυσε και ο Αχιλλέας που κατέφθασε από την Θεσσαλονίκη μόλις μυρίστηκε φαγοπότι. Εγώ παρέμεινα Αθήνα και θα κατέβαινα στο χωριό μου την Βαρειά Αιτωλοακαρνανίας το Σάββατο το πρωί, «Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος». Όλες οι παραπάνω συγκυρίες με οδήγησαν να προτείνω στα παιδιά Γιώργο Ζ. και Μανώλη που ήταν διαθέσιμοι για εκδρομή μία ξενάγηση στα «δικά μου» μέρη. Οι καλοί φίλοι δέχτηκαν και το ραντεβού δόθηκε στην Αμφιλοχία κατά τις 1:00 το Σάββατο το μεσημέρι.
Στην Αμφιλοχία ήπιαμε το πρώτο μας καφέ, καλαμπουρίσαμε, είπαμε τα νέα μας, σχεδιάσαμε λίγο την διαδρομή και ξεκινήσαμε την περιπλάνηση μας στην Αιτωλοακαρνανία.
Πρώτος προορισμός ήταν η Βόνιτσα και το κάστρο της. Η Βόνιτσα είναι μία όμορφη κωμόπολη του Αμβρακικού. Στην ιστορία της υπήρξε υπό Βενετικής κατοχής και ένα από τα απομεινάρια αυτής της περιόδου είναι το καλοδιατηρημένο κάστρο της. Βγάλαμε κάποιες φωτογραφίες από την εξωτερική πλευρά του κάστρου μιας και το εσωτερικό του δεν ήταν ανοιχτό για το κοινό.
Επόμενος προορισμός το χωριό Πάλαιρος, πρόκειται για ένα παραθαλάσσιο ψαροχώρι της περιοχής. Εντυπωσιακό είναι ένα πετρόχτιστο γεφυράκι σε μια βαλτώδη περιοχή δίπλα στην θάλασσα στο δρόμο από την Πάλερο προς την Πογωνιά ένα άλλο πολύ μικρό παραθαλάσσιο χωριουδάκι.
Μετά την Πογωνιά κατευθυνθήκαμε προς τον Μύτικα, ένα άλλο παραθαλάσσιο κεφαλοχώρι. Η διαδρομή είναι όλη παραθαλάσσια με εκπληκτική θέα τα πολλά μικρά και μεγάλα νησάκια της περιοχής. Το μεγαλύτερο από τα νησιά είναι ο Κάλαμος. Στον Κάλαμο υπάρχει ένας μικρός συνοικισμός και η επικοινωνία με τον Μύτικα γίνεται με καΐκια της περιοχής.
Από τον Μύτικα η διαδρομή συνεχίζει παραθαλάσσια για τον Αστακό. Το τοπίο είναι εντυπωσιακό με πολλά νησάκια «Αστακονήσια» να κατακλύζουν την θάλασσα. Κάναμε αρκετές στάσεις κατά μήκος της διαδρομής για φωτογραφίες και για να απολαύσουμε το τοπίο. Περάσαμε τον Αστακό από τον περιφερειακό του δρόμο και φτάσαμε στο λιμάνι της περιοχής το Πλατυγυάλι. Το Πλατυγυάλι είναι ένα πολύ μεγάλο λιμάνι που δείχνει να έχει πολύ σύγχρονες υποδομές αλλά δυστυχώς δεν έχει πλοία. Το λιμάνια παραμένει έτσι εδώ και πάρα πολλά χρόνια και ακόμα δεν έχει βρει τον ρόλο του στην ευρύτερη περιοχή.
Μετά τον Αστακό το φώς της μέρας είχε αρχίσει να λιγοστεύει, οπότε αρχίσαμε να κινούμαστε γρήγορα προς το Αιτωλικό. Στην διαδρομή κάναμε μία στάση για να φωτογραφίσουμε ένα βυζαντινό εκκλησάκι που έκλεψε την προσοχή του Μανώλη. Είχε πλέον αρχίσει να σκοτεινιάζει για τα καλά και το κρύο να γίνεται ποίο τσουχτερό. Όταν φτάσαμε στο Αιτωλικό ήταν σχεδόν βράδυ, όμως με το λίγο φως μπορούσαμε άνετα να δούμε τα λιθόχτιστα γεφύρια που ενώνουν το Αιτωλικό με την ηπειρωτική Ελλάδα. Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, το Αιτωλικό είναι ένα νησί στην λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου.
Στην συνέχεια φτάσαμε στο Αγρίνιο. Σκοπός μας δεν ήταν να δούμε τις ομορφιές της πόλης αλλά να βρούμε τακάκια για το μπροστινό φρένο της μηχανής του Γιώργου Ζ. Το πρόβλημα το είχαμε δει από την Βόνιτσα και είχαμε κινητοποιήσει τον ξάδελφο μου Γιώργο Π., λάτρη και αυτού των μηχανών να μας βοηθήσει. Έκανε αρκετά τηλέφωνα και τελικά η άκρη βρέθηκε και καταφέραμε αν και Σάββατο απόγευμα να προμηθευτούμε τα πολυπόθητα τακάκια.
Τελικός προορισμός η Βαρειά και το πατρικό μου σπίτι. Αφού αλλάξαμε ρούχα και φρεσκαριστήκαμε, κάτσαμε λίγο κοντά στο τζάκι για να ζεστάνουμε το κοκαλάκι μας και μετά πήγαμε σε ταβέρνα της περιοχής για να χορτάσουμε την πείνα μας. Το αίσθημα ευθύνης για έμενα αυξημένο μίας και μου δίνονταν η ευκαιρία να ανταποδώσω την φιλοξενία που έχω λάβει κατά καιρούς από τον Μανώλη και τον Γιώργο Ζ. . Ελπίζω να τα κατάφερα έστω και λίγο...