23 Αυγούστου 2006:Το πρωινό ξύπνημα χωρίς άγχος μου έχει λείψει. Στον ύπνο μου ακούω τις συνομιλίες των περαστικών και τις καμπάνες του San Nicolas που χτυπούν για αρκετή ώρα, μάλλον για κάποια λειτουργία. Το στενό δρομάκι που βρίσκεται το ξενοδοχείο μας βοηθάει στο να δυναμώνει ο θόρυβος. Αποφασίζω να σηκωθώ καθώς η ώρα πλησιάζει 11πμ. Με το φως της ημέρας, έχω την ευκαιρία να δω καλύτερα το δωμάτιο που μένουμε. Ίσως να είναι το χειρότερο από αυτά που έχουμε μείνει μέχρι τώρα: μικρό με τα απολύτως απαραίτητα, χωρίς να σου δίνει την αίσθηση της καθαριότητας και με δυο σιδερένια κρεβάτια σαν αυτά που βλέπεις σε παλιά νοσοκομεία. Για τα στρώματα ας μην σχολιάσω, αν και δεν μπορώ να πω πως δεν κοιμήθηκα καλά. Βεβαίως, ίσως να οφείλεται στην χθεσινή μου κούραση.
Όταν ξυπνάει και η Πλουμιστή ξεκινάμε για έναν καφεδάκι. Περπατάμε στο δρομάκι San Nicolas με κατεύθυνση στην κεντρική πλατεία Plaza del Castillo, που ήπιαμε καφέ χθες βράδυ. Ο δρόμος είναι διαφορετικός με ανοιχτά τα μαγαζιά και γεμάτος κόσμο. Καθόμαστε σε ένα γουστόζικο καφέ, μικρό αλλά με ωραία χρώματα και μια συμπαθητική ιδιοκτήτρια. Καφεδάκι και μερικά tapas αποτελούν το πρωινό μας.
Ενώ η ώρα πλησιάζει 1.30μμ. ξεκινάμε να βρούμε ένα περίπτερο τουριστικών πληροφοριών. Ρωτώντας φτάνουμε στο δημαρχείο απέναντι από το οποίο υπάρχει ένα περίπτερο. Τα περισσότερα αξιοθέατα είναι μαζεμένα στην περιοχή της παλιάς πόλης. Απέναντι μας βρίσκεται η εκκλησία του San Santurnino, μια εκκλησία με διπλό ρόλο σε άλλες εποχές. Εκτός από θρησκευτικό, είχε και αμυντικό, κάτι που μπορείς να το διαπιστώσεις αμέσως, παρατηρώντας την.
Ξεκινάμε, λοιπόν, περπατώντας την διαδρομή που ακολουθούν οι ταύροι κατά την περίοδο της Sanfermines. Η πόλη είναι γνωστή από την Fiesta de San Fermin. Γίνεται κάθε χρόνο 7-14 Ιουλίου. Ταύροι αφήνονται στους δρόμους –συγκεκριμένους και κλειστούς- προκειμένου να φτάσουν στην αρένα, που το απόγευμα της ίδιας μέρας θα λάβουν μέρος σε ταυρομαχίες. Αυτό που αποτελεί το ξεχωριστό γεγονός, είναι το έθιμο ή όπως αλλιώς μπορούμε να πούμε, κατά το οποίο κάποιοι "τρελοί" ή "γενναίοι" –αναλόγως από ποια πλευρά μπορείς να το δεις- κινούνται ανάμεσα και μπροστά στους ταύρους. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά τραυματισμών –ακόμα και θανάτων- που έχουν συμβεί.
Το δημαρχείο βρίσκεται περίπου στην μέση της διαδρομής. Ακολουθούμε αντίθετη φορά, από αυτή της κίνησης των ταύρων. Εν συνεχεία, κινούμαστε παραλλήλως των τειχών φτάνοντας στο παλιό παλάτι ενός μονάρχη της περιοχής. Σήμερα πλήρως ανακαινισμένο, φιλοξενεί μια μεγάλη ξύλινη μακέτα της πόλης. Λίγο παρακάτω, συναντούμε την παλιά κεντρική πύλη της πόλης, την Portal de Francia. Μερικά μέτρα δίπλα βρίσκεται ένα άνοιγμα των τειχών, από όπου μπορείς να απολαύσεις την υπέροχη θέα της πόλης. Κάνουμε μια στάση για ξεκούραση σε μια πολλή συμπαθητική καφετέρια που βρίσκεται εκεί. Το κτίριο που την στεγάζει είναι μεσαιωνικό και χώρος έτσι διαμορφωμένος που σε παραπέμπει σε άλλες εποχές. Μετά από καιρό ξαναπίνω την sangria. Η Πλουμιστή προτιμά να δοκιμάσει ένα τοπικό κρασί αλλά δεν την εντυπωσιάζει τελικά...
Η στάση είναι ότι καλύτερο για να συνεχίσουμε την βόλτα μας και να επισκεφτούμε τον Καθεδρικό Ναό. Έχοντας δει τόσους μέχρι τώρα δεν με εντυπωσιάζει, παρά το γεγονός πως οι ντόπιοι το θεωρούν ένα από τα στολίδια της πόλης! Είμαι περίεργος να συνεχίσω την διαδρομή των Ταύρων και να δω ποια είναι τα επικίνδυνα σημεία που αναφέρει ο οδηγός. Βγαίνουμε ξανά στο σημείο που βρίσκεται το δημαρχείο. Με οδηγό τα τις κόκκινες πινακίδες να μας πληροφορούν για τα σημεία και τις ιδιαιτερότητες της διαδρομής, συνεχίζουμε.
Στα μαγαζιά κατά μήκος του δρόμου βλέπουμε φωτογραφίες από εκδηλώσεις των προηγούμενων ετών, με τους ταύρους και τους ανθρώπους ένα κουβάρι. Σε κάποιες απεικονίζεται καρέ-καρέ ο τραυματισμός ενός «τρελού»! Πολύ αμφιβάλλω αν δεν έπαθε χοντρή ζημιά... Μετά από 300μ. και αφού διανύουμε τον δρόμο Estafeta φτάνουμε στην αρένα, τον τελικό προορισμό της διαδρομής. Βγάζουμε μερικές φωτογραφίες και μετά την αράζουμε σε ένα bar-restaurant να δοκιμάσουμε μερικά tapas. Η επιλογή μας φαίνεται να επιτυχημένη, καθώς οι μεζέδες είναι νόστιμοι!
Επόμενος προορισμός το παλαιότερο cafe της πόλης. Αποτελεί το χαρακτηριστικότερο κτίριο, προκειμένου ο επισκέπτης να πάρει μια γεύση για την κλασική αρχιτεκτονική της πόλης. Βρίσκεται στην πλατεία Plaza del Castillo. Είναι εντυπωσιακό! Το cafe αρκετά όμορφο όχι τόσο στην εξωτερική εμφάνιση, όσο στην εσωτερική διακόσμηση. Στη δροσιά και το όμορφο περιβάλλον του, συζητάμε για το ταξίδι καθώς υποσυνείδητα συνειδητοποιούμε πως σιγά-σιγά φτάνουμε στο τέλος του. Οι απόψεις διίστανται αλλά και ταυτίζονται. Τα συμπεράσματα είναι πολλά.
Ως τελευταίο αξιοθέατο επισκεπτόμαστε το Citadel, το παλιό φρούριο της πόλης. Μας εντυπωσιάζει για την αρχιτεκτονική του καθώς έχει σχήμα πενταγωνικού αστεριού. Θεωρείται χαρακτηριστικό ισπανικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, όπως διαβάζουμε στο ενημερωτικό φυλλάδιο. Για καλή μας τύχη βρίσκεται αρκετά κοντά, μόλις ένα τετράγωνο παρακάτω από το ξενοδοχείο. Ρίχνω μια ματιά στις μοτοσικλέτες και κατευθυνόμαστε προς τα εκεί. Στον δρόμο βρίσκουμε μια κάβα και η Πλουμιστή αγοράζει ένα τοπικό κρασί –για την Ελλάδα- και μια sangria για να πιούμε στο πλοίο.
Φτάνοντας στο κάστρο εισερχόμαστε από μια πύλη που οδηγεί στο κέντρο του. Σήμερα έχει μετατραπεί σε ένα πάρκο, καταπράσινο με μερικά δέντρα. Υπάρχουν 3-4 κτίρια-χώροι όπου χρησιμοποιούνται για εκθέσεις και ως γκαλερί. Στο ένα από αυτά συναντούμε ένα εργαστήριο εικαστικών τεχνών. Το διαφημιστικό φυλλάδιο του φρουρίου έχει ως εξώφυλλο του μια πανοραμική φωτογραφία του. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με το πως απεικονίζεται. Παρόλα αυτά είναι πολύ όμορφο και αξίζει τον κόπο να το επισκεφτεί κάποιος, έστω και ως χώρο για να χαλαρώσει.
Έχει πιάσει ψύχρα που μας αναγκάζει να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο για να φορέσουμε κάτι και να ξεκουραστούμε. Αργότερα λέμε να βγούμε μια βολτίτσα για ένα ποτάκι. Λέμε να κινηθούμε στο σοκάκι του San Nicolas που είναι και τα περισσότερα μπαράκια. Πέρα από αυτόν τον δρόμο δεν υπάρχει κάτι άλλο ανοιχτό πλην της κεντρικής πλατείας.
Αφού ρίχνουμε μερικές ματιές, καθώς περνάμε από μπροστά τους, καταλήγουμε και πάλι στο «Cafe Rock», την πρωινή επιλογή μας. Είναι γουστόζικο και κατά πάσα πιθανότητα αποτελεί και στέκι των ντόπιων. Είναι γεμάτο κόσμο αλλά στην μπάρα υπάρχει χώρος. Αντί της ιδιοκτήτριας είναι ένας νεαρός. Καθώς κατευθυνόμαστε προς την μπάρα, η ματιά μου πέφτει σε μια παρέα. Η μία φάτσα μου φαίνεται γνωστή... είναι ο τυπάκος με τον φορητό υπολογιστή που καθόταν δίπλα μας το πρωί. «Πάλι εδώ αυτοί...» θα σκέφτεται, καθώς καταλαβαίνω πως αντιλαμβάνεται ποιοι είμαστε.
Ακόμα το μαγαζί σερβίρει tapas. Παρά το γεγονός πως έχουμε φάει ένα αρκετά από το πρωί δεν αντιστεκόμαστε στον πειρασμό να τσιμπήσουμε πάλι συνοδευτικά με τις μπύρες που παραγγέλνουμε –καθώς δεν έχει την αγαπημένη μου sangria! Η ώρα πλησιάζει 11μμ. και ο μπάρμαν έχει αρχίζει να μαζεύει το μαγαζί, έχει κλείσει την μουσική και κατεβάζει τα ρολά... Μα τόσο νωρίς;;; Παρέα του τύπου με τον υπολογιστή, σηκώνονται να φύγουν πρώτοι. Του ρίχνω μια ματιά και με κοιτάει και αυτός την ώρα που έχει έρθει για να πληρώσει. Αμέσως μετά, κατευθύνεται προς το μέρος μας. Τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια έκπληξη, καθώς -σε σπαστά ελληνικά- μας λέει: «Παιδιά ακόμα εδώ;;;» Τον ρωτάω αν είναι Έλληνας και μου λέει όχι. Του εξηγώ πως είμαστε σε φάση ταξιδιού και δυο λόγια για αυτό. Δείχνει να καταλαβαίνει και σε μια κατάσταση αμηχανίας, μας χαιρετάει και φεύγει, πριν προλάβουμε να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες παραπάνω!!! Αμήχανος αυτός, σαστισμένοι εμείς για το απρόσμενο του πράγματος, φεύγει χωρίς να συστηθούμε καν... Με την Πλουμιστή λέμε πως ίσως να έχουμε την ευκαιρία να τα πούμε αύριο, καθώς, όπως φαίνεται, είναι θαμώνας του μαγαζιού.
Φεύγουμε και εμείς σε λίγο... "Παρά λίγο να δώσουμε εμείς τα κλειδιά στον ιδιοκτήτη!" Κινούμαστε προς το ξενοδοχείο, αλλά γουστάρουμε να πιούμε ένα ποτάκι ακόμα. Από το δρόμο μας ακούγεται μουσική και μια ιρλανδέζικη pub. Είναι ακόμα ανοιχτή. Ρωτάμε την τύπισσα που δουλεύει εκεί –ενώ είμαστε οι μοναδικοί πελάτες- αν μπορούμε να πιούμε ένα ποτό. Μας αποκρίνεται θετικά.
Καθόμαστε ακούγοντας ισπανική μουσικούλα, συζητώντας μεταξύ μας αλλά ανταλλάσσοντας και μερικές κουβέντες με την τύπισσα. Σε λίγο έρχονται κι άλλοι πελάτες και ενώ το μαγαζί ήταν έτοιμο να κλείσει, τώρα έχει περισσότερο κόσμο σε σχέση με το απόγευμα! Μάλλον κάνουμε καλό ποδαρικό και αυτός, ίσως, να είναι και ο λόγος που μας συμπάθησε ο γεράκος της πανσιόν στην Λισσαβόνα!
Κατά τις 1πμ. επιστρέφουμε στο «πολλών αστέρων» ξενοδοχείο μας...