Το πρωί ευτυχώς ο Στέλιος σηκώθηκε αισθανόμενος καλύτερα. Δεν “πετούσε” ακόμα, αλλά τουλάχιστον μπορούσε να οδηγήσει. Οι υπόλοιποι απολαμβάναμε το πλούσιο πρωινό, ενώ ο Στέλιος είχε πάρει αγκαλιά μια συσκευασία με φρυγανιές... υπέροχη παρέα! Πριν αφήσουμε την πόλη λέμε να κάνουμε μια τελευταία βόλτα με τα πόδια. Μπαίνουμε στην κεντρική κλειστή αγορά, όπου τα μαγαζιά έχουν ήδη ανοίξει και πωλούν κάθε είδους εμπόρευμα, από φρούτα και λαχανικά μέχρι χειροποίητα χάλκινα και ασημένια αντικείμενα αλλά και ρούχα και υφαντά.
Τα στενά μας οδηγούν στο επιβλητικό τζαμί Ulu Camii. Είναι το παλαιότερο της πόλης και από τα παλαιότερα της Ανατολίας. Χτισμένο από πέτρα, με το χαρακτηριστικό χρώμα της πόλης, διαθέτει ένα εσωτερικό προαύλιο χώρο, ο οποίος τη στιγμή αυτή είναι άδειος. Αποφεύγουμε να επισκεφτούμε το εσωτερικό του καθώς είμαστε με σορτσάκια και δεν θέλουμε να ενοχλήσουμε του πιστούς. Η είσοδος του τζαμιού βρίσκεται σε ένα στενό σοκάκι και ο μόνος τρόπος να το βρεις είναι ο τεράστιος μιναρές που σηματοδοτεί την θέση του. Σιγά-σιγά επιστρέφουμε μέσα από τα στενά λαβυρινθώδη σοκάκια στο ξενοδοχείο για να ετοιμαστούμε για την αναχώρηση.
Κατά τις 11πμ αφήνουμε το παλαιό κομμάτι της Mardin και, διασχίζοντας το νέο τμήμα της, παίρνουμε τον δρόμο για το Diyarbakir το οποίο απέχει περί τα 95 χλμ. Η διαδρομή στο ίδιο σκηνικό με την προηγούμενη μέρα, διασχίζει άνυδρες εκτάσεις κοντά στα 1200μ υψόμετρο με ελάχιστη βλάστηση. Η ζέστη αρχίζει να γίνεται αισθητή όσο κατεβαίνουμε υψομετρικά. Ο δρόμος είναι σε καλή κατάσταση, κάνοντας την οδήγησή μας άνετη.
Φτάνουμε στο Diyarbakir το οποίο περνάμε σχεδόν περιφερειακά. Η πόλη είναι γνωστή καθώς αποτελεί –ανεπίσημα- την πρωτεύουσα των Κούρδων της Τουρκίας και για αυτό πολλές φορές μετατρέπεται σε επίκεντρο πολλών ταραχών (όπως πρόσφατα δυστυχώς). Επίσης, είναι γνωστή για την παραγωγή καρπουζιών που καλλιεργούνται στις όχθες του ποταμού Τίγρη.
Από εκεί και πέρα ακολουθούμε τις πινακίδες για Siverek. Ο δρόμος διαθέτει δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, με πολύ καλή κατάσταση οδοστρώματος που μας επιτρέπει να κινηθούμε με γοργούς ρυθμούς. Το τοπίο είναι άγριο και αφιλόξενο καθώς βρισκόμαστε μέσα σε ένα απέραντο οροπέδιο σε ηφαιστειακή περιοχή. Η βλάστηση είναι ανύπαρκτη και το έδαφος είναι καλυμμένο με πέτρες κάνοντάς το ακατάλληλο για καλλιέργεια. Ο δρόμος είναι μια απέραντη ευθεία που παρά την μονοτονία της εκπέμπει μια γοητεία.
Διασχίζουμε το περιποιημένο Siverek, μια μικρή κωμόπολη, ακολουθώντας τις πινακίδες για Feribot. Φτάνουμε στην προβλήτα κατά τις 3μμ, και σύμφωνα με το αναρτημένο πρόγραμμα, θα έπρεπε να περιμένουμε περίπου 30λεπτά. Το ferry μόλις έχει γεμίσει και έχει μείνει ελάχιστος χώρος μπροστά στην πόρτα, ενώ περιμένουν ήδη 2 οχήματα για να επιβιβαστούν. Παρόλα αυτά, μόλις μας βλέπουν οι καπεταναίοι, μας κάνουν νόημα και μας φορτώνουν μπροστά–μπροστά. Επιβιβαζόμαστε κάτω από τα γεμάτα περιέργεια βλέματα των υπόλοιπων επιβατών, πληρώνουμε το αντίτιμο (10TL/μοτοσυκλέτα) και σαλπάρουμε για την απέναντι όχθη του ποταμού Ευφράτη. Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει η κατασκευή μιας κρεμαστής γέφυρας, ώστε να γίνεται η διέλευση πιο εύκολα. Όπως δείχνουν τα πράγματα, σύντομα η γέφυρα θα παραδοθεί στην κυκλοφορία. Η κρουαζιέρα μας κρατάει 10 λεπτά, και πολλά λέω. Αποβιβαζόμαστε και αναχωρούμε απευθείας για το χωριό Karadut, που απέχει περίπου 10χλμ. από την κορυφή του Nemrut Dagi.
Ο δρόμος είναι στενός μεν, αλλά η διαδρομή απολαυστική, με το τοπίο να γίνεται πιο απότομο διασχίζοντας βραχώδεις εκτάσεις και μικρά φαράγγια. Κάποια στιγμή φτάνουμε στο μικρό χωριό Karadut και ο δρόμος γίνεται πλακόστρωτος. Συνεχίζουμε και λίγο μετά το χωριό συναντάμε το Kervansaray Hotel – Camping. Επί της ουσίας, τα περισσότερα καταλύματα που συναντάμε στο διάβα μας (όχι περισσότερα από 5-6) διαθέτουν ενοικιαζόμενα δωμάτια. Επίσης έχουν εξωτερικό χώρο που τον ονομάζουν «camping», στον οποίο μπορείς να στήσεις σκηνή.
Ο ξενοδόχος μας δείχνει δυο ολοκαίνουργια δωμάτια σε νέα πτέρυγα τα οποία είναι παραπάνω από όμορφα. Η τιμή τους -η οποία περιλαμβάνει πρωινό και βραδινό- είναι καλή και έτσι παίρνουμε την απόφαση να μείνουμε. Τακτοποιούμαστε και ακολουθούμε την συμβουλή του συμπαθητικού ιδιοκτήτη, να επισκεφτούμε την κορυφή κατά τις 5.30μμ προκειμένου να απολαύσουμε την δύση του ήλιου.
Έχουμε την εντύπωση πως είμαστε οι μοναδικοί πελάτες του ξενοδοχείου, μέχρι που εμφανίζεται μια παρέα 3 Γιαπωνέζων γυναικών από ηλικίες 68 μέχρι 91 ετών(!). Όπως μαθαίνουμε κάνουν οδικό ταξίδι στην Τουρκία με οδηγό έναν μεσήλικα Γερμανό, ο οποίος τις παρέλαβε από την Κωνσταντινούπολη. Πιάνουμε κουβέντα μαζί του ρωτώντας ο ένας για τα ταξίδια του άλλου και ανταλλάσσοντας αρκετές πληροφορίες. Το αστείο είναι πως οι Γιαπωνέζες τον έχουν ξεθεώσει, καθώς σηκώνονται καθημερινά από τα άγρια χαράματα προκειμένου να απολαύσουν την ανατολή του ήλιου.
Η συζήτηση μαζί του είναι άκρως ενδιαφέρουσα και με πολύ χιούμορ:
- «Ταξιδεύω με τρεις Γιαπωνέζες», λέει ο Γερμανός
- «Και εμείς!», του απαντάει ο Στράτος εννοώντας φυσικά τις τρεις γιαπωνέζικες μοτοσυκλέτες της παρέας!
Κατά τις 5.30μμ, ακολουθώντας την συμβουλή του ξενοδόχου, ανηφορίζουμε προς την κορυφή του Nemrut Dagi. Λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω από το κατάλυμά μας, συναντάμε ένα κιόσκι όπου πληρώνουμε 11 λίρες (~7,5€) προκειμένου να εισέλθουμε στην ευρύτερη περιοχή του Nemrut Dagi. Η διαδρομή καταλήγει στα 2200μ υψόμετρο, σε έναν χώρο στάθμευσης, ενώ από κει και πέρα 2 μονοπάτια σε οδηγούν στο δυτικό ή ανατολικό πλάτωμα.
Πλήθος κόσμου ανεβαίνει προς την κορυφή και όλοι τους, σχεδόν, έχουν επιλέξει το ανατολικό μονοπάτι. Εμείς, για να αποφύγουμε την οχλαγωγία κυρίως, επιλέγουμε το δυτικό, το οποίο μάλλον είναι και το πιο μακρινό. Το τοπίο της ευρύτερης περιοχής είναι απλά καταπληκτικό και οι ακτίνες του ήλιου που δύει, δίνουν μια απίστευτη χρωματική πινελιά σε όλο το σκηνικό, κάνοντας τις φωτογραφικές μας μηχανές να δουλεύουν υπερωρίες. Το αρνητικό είναι πως επειδή το αξιοθέατο είναι αρκετά γνωστό υπάρχει πολυκοσμία με αποτέλεσμα να χάνεται, εν μέρει, η γοητεία του χώρου.
Η κορυφή του Nemrut Dagi είναι από τα πιο διάσημα αξιοθέατα της χώρας. Τα μεγάλων διαστάσεων μαρμάρινα κεφάλια, που βρίσκονται εκεί, κατασκευάστηκαν από τον βασιλιά Αντίοχο Α, τον Θεό -όπως αυτοαποκαλούταν-, ο οποίος κυβέρνησε το βασίλειο της Κομμαγηνής. Ο βασιλιάς ζήτησε να κατασκευάσουν 3 τεράστια πλατώματα (ανατολικό, δυτικό και βόρειο) στην κορυφή του βουνού. Κολοσσιαία αγάλματα του ίδιου και των κυριότερων θεοτήτων (ελληνικών και περσικών) του βασιλείου κατασκευάστηκαν στο σημείο, μετατρέποντας την κορυφή σε τόπο λατρείας του ηγεμόνα. Ανακαλύφθηκε τυχαία το 1881 από το Γερμανό μηχανικό Καρλ Ζέστερ. Από τότε έχουν πραγματοποιηθεί ανασκαφές στο χώρο από Τούρκους, Αμερικανούς και Γερμανούς αρχαιολόγους. Το 1987 η UNESCO τον συμπεριέλαβε στον κατάλογο των μνημείων Παγκόσμια Κληρονομιάς.
Στο δυτικό και στο ανατολικό πλάτωμα υπάρχουν μεγάλα λατρευτικά αγάλματα που αναπαριστούν τον Αντίοχο ανάμεσα στα αγάλματα του Δία-Ωρομάσδη (που σχετίζεται με τον περσικό θεό Αχούρα Μάζντα), του Απόλλωνα-Μίθρα, του Ηρακλή και της τοπικής θεότητας Κομμαγένη, που αντιστοιχεί στην αρχαιοελληνική θεότητα Τύχη. Τα αγάλματα έχουν πρόσωπα ελληνικής τεχνοτροπίας και ρούχα περσικής/αρμενικής. Εκατέρωθεν της σειράς των πέντε αγαλμάτων βρίσκονται από δύο αγάλματα/προστάτες που αναπαριστούν έναν αετό και ένα λιοντάρι. Στο πίσω μέρος των αγαλμάτων υπάρχουν μακριές επιγραφές στα ελληνικά με ακριβείς οδηγίες για το πως πρέπει να λατρεύεται ο βασιλιάς όσο βρίσκεται στη ζωή, καθώς και μετά το θάνατο του. Στο βόρειο πλάτωμα υπάρχει μια σειρά από επιτύμβιες στήλες μη χαραγμένες, που πιθανολογείται ότι προορίζονταν για τους απογόνους του Αντιόχου Α΄.
Όταν πια ο ήλιος κρύβεται πίσω από τα βουνά, κατηφορίζουμε προς την έξοδο και στη συνέχεια προς το ξενοδοχείο όπου μας περιμένει το φαγητό. Σύντομα καθόμαστε όλοι μαζί στο στρωμένο τραπέζι, ενώ παραδίπλα μας βρίσκονται και οι Γιαπωνέζες. Το φαγητό περιλαμβάνει μια σούπα, μια μερίδα φασολάκια και μια μερίδα μπουτάκια κοτόπουλο. Νόστιμο και χορταστικό...
Χαλαρώνουμε για τα καλά και πιάνουμε κουβέντα με τις Γιαπωνέζες οι οποίες μας ρωτούν για το ταξίδι μας και κάνουν σαν τρελές όταν ακούν για την Γεωργία και την Αρμενία. Τον κακομοίρη τον Γερμανό τι έχει να τραβήξει ή -ίσως- τι τραβάει ακόμα... Αργότερα τους ζητάμε να μας γράψουν στην γλώσσα τους την φράση: Moto Riders Club & Moto Adventures. Παιδεύονται αρκετά καθώς δεν υπάρχει ακριβής μετάφραση, αλλά κάθε τους γράμμα/σύμβολο, αναπαριστά μία λέξη. Αργά το βραδάκι επιστρέφουμε στα δωμάτια καθώς η αυριανή μέρα προβλέπεται αρκετά δύσκολη, με πολλά και ίσως αδιάφορα χιλιόμετρα μέχρι την Καππαδοκία.