Αρκετά πρωί ανεβαίνουμε στο ρετιρέ του ξενοδοχείου όπου σερβίρεται το πρωινό. Τι κι αν χτες ήταν μια δύσκολη μέρα, τι κι αν έχουμε μπει -φαινομενικά- στην διαδρομή της επιστροφής, η διάθεση μας και η επιθυμία για εξερεύνηση παραμένει στα ύψη. Ανταλλάσσουμε τα τελευταία πειράγματα και μερικές πληροφορίες με τον Ιταλό φίλο μας και στη συνέχεια κατεβαίνουμε να φορτώσουμε τις μοτοσυκλέτες.
Η περιοχή δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την εικόνα που αντικρίσαμε το προηγούμενο βράδυ. Παντού υπάρχουν μικρομάγαζα που έχουν βγάλει τα εμπορεύματά τους στα πεζοδρόμια ενώ πλήθος κόσμου περιφέρεται ανάμεσα στους στριμωγμένους πάγκους. Οι περισσότερες γυναίκες έχουν καλυμμένο το κεφάλι τους με μαντίλα και καθώς περνούν από δίπλα μας, ρίχνουν μια κλεφτή ματιά προς τα εμάς, πριν συνεχίσουν την πορεία τους. Δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν αφήσει τις δουλειές τους και έχουν έρθει κοντά μας για να παρακολουθήσουν την διαδικασία προετοιμασίας αναχώρησης του σύγχρονου αυτού καραβανιού.
Ο ιδιοκτήτης, που από το πρωί κάνει παρατηρήσεις στους υπαλλήλους του, έχει βγει στην είσοδο του ξενοδοχείου και παρακολουθεί τους ιδιόμορφους πελάτες του, πρόθυμος να εξυπηρετήσει. Μάλιστα έχει φροντίσει να στολίσει τη ρεσεψιόν με ένα Ελληνικό σημαιάκι...
Πριν χωρίσουν οι δρόμοι μας με τον Ιταλό, ο Μανώλης του ζητάει να πει δυο λόγια στην κάμερα, καθώς με το υλικό που μαζεύουμε θα παραχθεί ένα αναμνηστικό βίντεο από την μικρή μας περιπέτεια. Ο Gigi δέχεται με χαρά και παρακάτω παραθέτω μερικά από τα λόγια του σχετικά με τη χθεσινή μας γνωριμία σε ένα τόσο όμορφο μέρος: «… η συνάντηση με την παρέα των Ελλήνων, ήταν τυχαία στην Ani, σε έναν τόπο τόσο όμορφο που σε ανανεώνει όταν τον επισκέπτεσαι... Όμως αυτή την φορά μετά την συνάντηση δεν ήταν ανανέωση αυτό που νιώσαμε όλοι, ήταν σαν να ξαναγεννηθήκαμε…»
Βγάζουμε μια τελευταία αναμνηστική φωτογραφία και τον προσκαλούμε να έρθει στην Ελλάδα όταν γίνει η παρουσίαση του ταξιδιωτικού. Κάπου εκεί αποχωριζόμαστε και αυτός παίρνει τον δρόμο για τον βορρά και εμείς για τον νότο… Αφήνουμε το Kars με πορεία προς το Igdir. Η διαδρομή περνάει από μια περιοχή με ανύπαρκτη βλάστηση. Τα άνυδρα υψίπεδα είναι αφιλόξενα και είναι να απορείς πως είναι δυνατόν να κατοικούν άνθρωποι στα μικρά χωριά που συναντάμε εδώ και εκεί. Στις περισσότερες περιπτώσεις ένας χωματόδρομος είναι αυτός που συνδέει τα χωριά αυτά με τον κεντρικό οδικό άξονα. Που και που συναντάμε κάποιες ενημερωτικές –καφέ- πινακίδες για την ύπαρξη «kilise», δηλαδή εκκλησιών. Η περιοχή βρίσκεται πολύ κοντά στα σύνορα με την Αρμενία και παλιά αποτελούσε τμήμα του αρμενικού κράτους. Οι μισογκρεμισμένες εκκλησίες στέκουν, πλέον, απομεινάρια αυτής της ανάμνησης.
Ψάχνουμε για βενζίνη εδώ και αρκετή ώρα. Στο μοναδικό βενζινάδικο που συναντάμε δεν έχει βενζίνη παρά μόνο πετρέλαιο. Το λαμπάκι στο Triumph έχει ανάψει προ πολλού και η αντίστροφη μέτρηση στο trip computer έχει αρχίσει. Βενζινάδικο όμως πουθενά για αρκετά χιλιόμετρα και εν τέλει αναγκαζόμαστε να μπούμε στην πόλη Tuzluca που σύμφωνα με το GPS υπάρχει βενζινάδικο. Το βρίσκουμε όταν το trip computer γράφει μόλις 7 χιλιόμετρα αυτονομία ακόμα. Βέβαια μόλις o Στέλιος φούλαρε, είδε πως είχε ακόμα 1,5λτ βενζίνη μέσα...
Συνεχίζουμε προς την πόλη Igdir όπου συναντάμε τον κόμβο που οδηγεί στο κρατίδιο του Nakhchivan (Ναχιτσεβάν). Όπως είπαμε και νωρίτερα, πρόκειται για θύλακα του Αζερμπαϊτζάν που συνορεύει με την Αρμενία, το Ιράν και την Τουρκία. Τα σύνορά του με την Τουρκία είναι πάρα πολύ μικρά, σαν μια λωρίδα γης. Στο σημείο εκείνο, υπάρχει ο Άραξος (Aras) ποταμός, ενώ η γέφυρα που χτίστηκε για να τον διασχίσει ονομάστηκε «Γέφυρα της Ελευθερίας».
Μετά το Igdir, διακρίνουμε για πρώτη φορά την κορυφή του βιβλικού όρους Αραράτ, από την μεριά της Τουρκίας πλέον. Η τύχη μας είναι απίστευτη, καθώς έχουμε την ευκαιρία να δούμε την χιονισμένη κορυφή του ξεκάθαρα! Τις περισσότερες μέρες τον χρόνο καλύπτεται από σύννεφα, όπως είχε τύχει και όταν ήμασταν στο μοναστήρι Khor Virap πριν από μερικές μέρες.
Το τοπίο συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο με πριν. Ο δρόμος ανεβαίνει υψομετρικά φτάνοντας τα 1680μ με κατεύθυνση προς το Dogubayazit. Μόλις πλησιάζουμε στους πρόποδες του βουνού, κάνουμε μια ολιγόλεπτη στάση για να θαυμάσουμε. Το όρος Αραράτ βρίσκεται επί τουρκικού εδάφους, όμως συνεχίζει να είναι το σημαντικότερο βουνό για τους Αρμένιους αλλά και τους Ιρανούς. Το όρος έχει ύψος 5.137μ και είναι το ψηλότερο της Τουρκίας. Σύμφωνα με την Βίβλο εκεί άραξε η Κιβωτός του Νώε μετά τον Κατακλυσμό. Υπάρχουν ορειβατικά γραφεία που κανονίζουν ορειβασίες (απλές ή πιο δύσκολες) με οδηγούς και διανυκτέρευση στο βουνό. Ο Ιταλός που γνωρίσαμε χτες, είχε ανέβει στην κορυφή του…
Ακολουθώντας την κατηφορική διαδρομή για το Dogubayazit, σύντομα βρισκόμαστε στο οροπέδιο που φιλοξενεί την σημαντικότερη πόλη των ανατολικών συνόρων της χώρας. Επί της ουσίας αποτελεί έναν σταθμό για το πλήθος των φορτηγών που κινούνται από/προς την Ευρώπη. Το κομβικό αυτό σημείο έχει μακραίωνη ιστορία, καθώς βρίσκεται πάνω στους αρχαίους εμπορικούς δρόμους.
Στην είσοδό της συναντάμε πολλά έργα στους δρόμους. Έχουν ξεκινήσει να φτιάχνονται κυκλικοί και ανισόπεδοι κόμβοι, στον κεντρικό άξονα από τα σύνορα προς την Άγκυρα. Ένας πραγματικός πανικός με τις προτεραιότητες να προκύπτουν μόνο κατόπιν συνεννοήσεως ή τολμηρών αποφάσεων. Θέλοντας να επισκεφτούμε το Ishak Pasha Saray, περνάμε μέσα από το κέντρο της πόλης.
Η αίσθηση που μας δημιουργείται είναι πως επρόκειτο για μια πόλη, όπου δημιουργήθηκε απλά για να υπάρχει πληθυσμός στην άκρη της χώρας. Χωρίς καμιά ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Οι πολυκατοικίες είναι χτισμένες κατά μήκος ενός εμπορικού δρόμου με πολλά μικρομάγαζα που γίνεται χαμός. Τα πάντα είναι μαζεμένα εκεί, θυμίζοντας μας έντονα γειτονιές με εργατικές κατοικίες. Ακολουθώντας έναν πλακόστρωτο δρόμο φτάνουμε στο επιβλητικό saray του Ishak Pasha. Βρίσκεται σε ένα εντυπωσιακό σημείο, με απίστευτη θέα της περιοχής, στην άκρη ενός βράχου.
Κατασκευάστηκε από έναν Οθωμανό κυβερνήτη από πετρώματα ψαμμίτη. Τα διάφορα στυλ, που συνδυάζουν (οθωμανικό, περσικό, αρμένικο, γεωργιανό και σελτζούκικο), καθιστούν δύσκολη την χρονολόγησή του. Το saray βρίσκεται πάνω στο δρόμο του μεταξιού, γεγονός που εξηγεί πως είναι δυνατόν να χτίστηκε ένα τόσο πολυτελές οικοδόμημα στην άκρη του πουθενά. Διαθέτει 336 δωμάτια που περιλαμβάνουν το χαρέμι, 14 υπνοδωμάτια, ένα μαυσωλείο, μία σάλα εκδηλώσεων και τελετών και ένα μικρό τέμενος. Δυστυχώς όμως σήμερα είναι Δευτέρα, πράγμα που σημαίνει πως είναι κλειστό για το κοινό. Σε κάθε περίπτωση όμως, η επιβλητικότητα και πολυτέλειά του γίνεται αντιληπτή.
Αφήνουμε το saray και μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να κάτσουμε σε ένα από τα καφέ που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση, διασχίζουμε ξανά το Dogubayazit και βγαίνουμε στον δρόμο για Άγκυρα. Διανύοντας ελάχιστα χιλιόμετρα, βρισκόμαστε στον κόμβο για την λίμνη Van και την ομώνυμη πόλη. Η συγκεκριμένη διαδρομή διασχίζει μια περιοχή με ηφαιστειογενή πετρώματα σε υψόμετρο 2600μ. Η όψη τους είναι τέτοια, που σου δημιουργούν την αίσθηση πως πρόκειται για λάβα που μόλις έχει παγώσει! Υπεύθυνο για όλο το σκηνικό είναι το ανενεργό -από το 1855- ηφαίστειο Tendurek.
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής συναντάμε ένα τσούρμο πιτσιρίκια και «σημάνει συναγερμός». Γενικά έχουμε παρατηρήσει ότι όταν υπάρχουν πολλά αγοράκια μαζί εκδηλώνουν τη μαγκιά τους φερόμενα επιθετικά προς εμάς, και πετώντας ότι βρουν μπροστά τους, π.χ. ξύλα, πέτρες, ή ότι άλλο βρουν. Ευτυχώς, αυτή είναι η μειοψηφία των περιπτώσεων καθώς τα περισσότερα παιδιά δείχνουν χαρά και ενθουσιασμό όταν μας αντικρίζουν…
Τα συγκεκριμένα όμως κινούνται απειλητικά κουνώντας ένα μεγάλο ξύλινο ραβδί. Ο Μανώλης με τον Γιώργο που προπορεύονται τα αποφεύγουν, καθώς αυτά δεν προλαβαίνουν να ανασυνταχθούν. Επόμενος στη σειρά είμαι εγώ και η συμμορία πετάγεται στην μέση του δρόμου, σχεδόν μπροστά μου. Τους φωνάζω και στρίβω την ρόδα της μοτοσυκλέτας καταπάνω τους με σκοπό να τα τρομάξω. Το κόλπο πιάνει και οπισθοχωρούν και εν συνεχεία γκαζώνω και τα αποφεύγω. Κοιτάζοντας όμως από τον καθρέπτη μου, βλέπω το ραβδί να εκτοξεύεται προς τον Στράτο που είναι τελευταίος στο κομβόι… Ευτυχώς όμως, τα «καλόπαιδα» αστοχούν...
Συνεχίζουμε να κινούμαστε γρήγορα, απολαμβάνοντας το τοπίο, σε ένα κυριολεκτικά άδειο και πολύ αραιοκατοικημένο δρόμο με ελάχιστα οχήματα. Η διαδρομή σε κάποιο σημείο της πλησιάζει πολύ κοντά στα ιρανικά σύνορα, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τα φυλάκια που υπάρχουν στην πλαγιά του βουνού. Η αναζήτηση για δέντρο αποδεικνύεται και πάλι δύσκολη υπόθεση. Χρειάζεται να διανύσουμε αρκετά χιλιόμετρα ώσπου μέσα στο χωριό Gonderme, δίπλα σε ένα ρυάκι αντικρίζουμε 3-4 δέντρα. Όπως είναι αναμενόμενο σταματάμε και ξαπλώνουμε στο ελάχιστο γρασίδι.
Χτυπάμε το καφεδάκι μας, τρώμε το κολατσιό μας και συνεχίζουμε προς Muradiye. Μόλις το προσπερνάμε ξεπροβάλει μπροστά μας η λίμνη Van. Πρόκειται για την μεγαλύτερη λίμνη της Τουρκίας, με μήκος 119χλμ. (7 φορές μεγαλύτερη από αυτή της Γενεύης) και βάθος που φτάνει τα 450μ. Η λίμνη η οποία βρίσκεται σε υψόμετρο 1640μ., δημιουργήθηκε από τα πολυάριθμα μικρά ρέματα που κατεβαίνουν από τα βουνά που την περιτριγυρίζουν. Λένε πως το νερό της είναι τόσο αλκαλικό που οι κάτοικοι δεν χρειάζονται απορρυπαντικά για να πλύνουν τα ρούχα τους σε αυτή.
Η τεράστια αυτή λίμνη δεν θα μπορούσε να μην έχει το δικό της τέρας. Αναφορές για το «Van Golu Canavari» ή πιο απλά το «Τέρας της λίμνης Van» υπάρχουν από παλιά, αλλά μόλις το 1997 κυκλοφόρησε ένα ερασιτεχνικό βίντεο τραβηγμένο από ένα νεαρό: https://www.youtube.com/watch?v=4xIb8FhWQwM
Σύντομα η είδηση κυκλοφόρησε και από τότε πάνω από 1000 άτομα έχουν δηλώσει ότι έχουν έρθει τετ-α-τετ με το τέρας, το οποίο έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με το Σκωτσέζικο που ζει στο Λοχ Νες: 15 μέτρα μήκος και καμπούρα η οποία συνήθως διακρίνεται πάνω από την στάθμη του νερού. Μωρέ λέτε να ‘χουν καμία συγγένεια;
Πίσω στον δρόμο μας λοιπόν, τραβώντας προς την πόλη Van, που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της λίμνης. Στα περισσότερα κομμάτια της διαδρομής, έχουμε θέα την λίμνη, ενώ σε κάποια άλλα περνάμε κάπως μακριά από τις ακτές της, ανεβοκατεβαίνοντας τους μικρούς λοφίσκους που την περιβάλλουν.
Κατά το απογευματάκι φτάνουμε στην μεγαλύτερη πόλη της λίμνης, την Van, που είναι γνωστή για την ομώνυμη ράτσα γάτας. Η κεντρική πλατεία φιλοξενεί ένα θεόρατο άγαλμα γάτας Van, το οποίο αποτελεί το σύμβολο της πόλης. Μετά από μια μικρή στάση για ανεφοδιασμό, παίρνουμε τον δρόμο για Tatvan και ειδικότερα προς το χωριό Gevas. Εκεί βρίσκονται κάποια campings ή τουλάχιστον κάτι που θεωρούνται camping.
Κατευθυνόμαστε προς το Akdamar camping το οποίο προτείνει το Lonely Planet. Βασικά πρόκειται για μια ταβέρνα πάνω στο κεντρικό οδικό άξονα και ακριβώς απέναντι από την προβλήτα αναχώρησης των πλοιαρίων για το νησάκι της λίμνης. Με το που παρκάρουμε τις μοτοσυκλέτες ο ιδιοκτήτης εμφανίζεται όλο χαρά να μας υποδεχθεί. Ο Στράτος και η Νατάσα τραβάνε για να ελέγξουν το χώρο αλλά επιστρέφουν με όχι και τόσο καλά νέα. Στην πραγματικότητα ο χώρος δεν έχει καμία σχέση με camping, παρά σε μια άκρη της αυλής της ταβέρνας, δίπλα ακριβώς από τα τραπέζια ο εστιάτορας διαθέτει το χώρο για κατασκήνωση και μάλιστα δωρεάν! Η φασαρία από τον κεντρικό δρόμο καθώς και το περιβάλλον που δεν είναι και τόσο καθαρό σε συνδυασμό με την μπόχα από τις τουαλέτες, μας κάνει να απορρίψουμε γρήγορα αυτή την επιλογή. Το αστείο είναι ότι καθώς έχουμε πάρει την απόφασή μας και ετοιμαζόμαστε να αναχωρήσουμε, ο ιδιοκτήτης κάνει μία απέλπιδα προσπάθεια να μας μεταπείσει διατάζοντας τους γραβατομένους σερβιτόρους του να μαζέψουν τα σκουπίδια που είναι πεταμένα εδώ και εκεί, δίπλα από το σημείο που έχουμε παρκάρει, αναφωνώντας ότι το μαγαζί του προτείνεται και στο Lonely Planet.
Συνεχίζουμε και πάλι με κατεύθυνση προς την Van, καθώς στην πορεία μας είχαμε παραβλέψει 2-3 πινακίδες κάμπινγκ. Λίγο παρακάτω συναντάμε το Avasin κάμπινγκ. Ουσιαστικά είναι ένας χώρος με γκαζόν και μερικά τραπέζια, κάποια από τα οποία έχουν κιόσκι. Εκεί μας προτείνει να μείνουμε ο συμπαθής ιδιοκτήτης προς 30 λίρες όλοι μαζί. Δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο αλλά είναι σίγουρα καλύτερο από το προηγούμενο και μιας και ο ήλιος έχει αρχίσει να πέφτει, παίρνουμε την απόφαση να στήσουμε εδώ.
Ο Μανώλης με την Νατάσα τραβάν προς ανεύρεση τροφής ενώ οι ρέστοι μένουμε για να στήσουμε τις σκηνές μας. Στέκονται τυχεροί καθώς ανακαλύπτουν ένα κεμπατζίδικο 100 μέτρα από το κάμπινγκ το οποίο μένει ανοιχτό όλο το βράδυ. Αφού στήνουμε τα τσαντίρια μας λοιπόν, μεταφερόμαστε σε αυτό. Η ταβέρνα έχει μερικά μαγειρευτά και μερικά ψητά τα οποία βέβαια είναι όλα πικάντικα. Δοκιμάζουμε «μία από όλα» από το μενού και επιστρέφουμε στις σκηνές μας για να απολαύσουμε την σχεδόν γεμάτη πανσέληνο που αντικατοπτρίζεται στα νερά της λίμνης…