Ακόμα μια ματιά στο Yerevan και στα περίχωρα του
Η σημερινή μέρα είναι πιο χαλαρή. Θέλουμε απλά να ρυθμίσουμε το θέμα της βίζας για το Nagorno-Karabakh και να επισκεφτούμε το Garni αλλά και το Μοναστήρι Geghard. Νωρίς το πρωί λοιπόν είμαστε έξω από την πρεσβεία της εν λόγω χώρας. Το όνομά της χώρας –κατά πάσα πιθανότητα- προέρχεται από την ρωσική λέξη «Nagorno» που σημαίνει «ορεινός» και το Kara-bakh, από τις λέξεις «kara» = μαύρο στα τουρκικά και «bakh» που σημαίνει «κήπος» στα περσικά. Το περίεργο της υπόθεσης είναι, ότι είναι άγνωστο πως έγινε αυτός ο συνδυασμός!
Το Nagorno-Karabakh ήταν παλαιότερα μία αυτόνομη διοικητική περιφέρεια της άλλοτε Σοβιετικής Ένωσης που ανήκε στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν. Σήμερα συνεχίζει ν' αποτελεί μια "εκ των πραγμάτων" αυτόνομη δημοκρατία στο Νότιο Καύκασο, που επισήμως όμως αποτελεί μέρος της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν αν και το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων μιλούν την αρμένικη γλώσσα. Βρίσκεται περίπου 270 χλμ δυτικά της αζέρικης πρωτεύουσας Μπακού, και πολύ κοντά στα σύνορα με την Αρμενία, αποτελώντας ουσιαστικά θύλακα μέσα στο Αζερμπαϊτζάν.
Η Σοβιετική Ένωση ενσωμάτωσε την κυρίως αρμένικη περιοχή του Nagorno-Karabakh ως Αυτόνομη Δημοκρατία μέσα στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν το 1923. Στις 10 Δεκεμβρίου του 1991, καθώς η Ε.Σ.Σ.Δ. κατέρρεε, δημοψήφισμα που έλαβε χώρα στο Nagorno-Karabakh και στο γειτονικό Σαχουμιάν κατέληξε στη διακήρυξη ανεξαρτησίας από το Αζερμπαϊτζάν ως Δημοκρατία του Nagorno-Karabakh. Η κρατική αυτή οντότητα ακόμη δεν έχει αναγνωριστεί από κανένα διεθνή οργανισμό ή χώρα, συμπεριλαμβανομένης της Αρμενίας (λόγω διεθνών πιέσεων).
Η περιοχή έγινε πηγή διαμάχης ανάμεσα στην Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της με τον Πόλεμο του Nagorno-Karabakh. Ο σκληρότατος πόλεμος κόστισε τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους, και προκάλεσε κύματα προσφύγων από το Karabakh προς την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, καθώς και μικρό τμήμα αυτών σε χώρες της Δύσης. Από την κατάπαυση πυρός που συμφωνήθηκε το 1994, το μεγαλύτερο μέρος του Nagorno-Karabakh και διάφορες περιοχές του Αζερμπαϊτζάν γύρω του (συνολικά περίπου το 14% του εδάφους του Αζερμπαϊτζάν) παραμένουν υπό τον έλεγχο των Αρμενίων αυτονομιστών του Nagorno-Karabakh. Έκτοτε, οι δυο πλευρές κάνουν συνομιλίες ειρήνης με τη διαμεσολάβηση της Ομάδας Μινσκ του ΟΑΣΕ.
Για να επισκεφτούμε το κρατίδιο πρέπει να εκδώσουμε βίζα, το κόστος της οποίας είναι 3000 Dram, κοντά στα 5,5€. Η διαδικασία είναι απλή: συμπληρώνουμε μια αίτηση που την προμηθευόμαστε από την πρεσβεία, ενώ χρειάζεται και μια φωτογραφία. Μέσα σε μισή ώρα -κατά τις 11.00πμ δηλαδή- έχουμε ξεμπερδέψει και μας ενημερώνουν πως οι βίζες θα είναι την ίδια ημέρα έτοιμες, κατά τις 3-4μμ. Υπό αυτές τις συνθήκες το πρόγραμμα διαμορφώνεται ως εξής: επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο Garni και μετά στο μοναστήρι Geghand. Όλα αυτά μέχρι τις 3μμ. καθώς πρέπει να επιστρέψουμε στην πρεσβεία για την παραλαβή των διαβατηρίων. Και στην συνέχεια θα δούμε τι θα κάνουμε…
Αναχωρούμε, λοιπόν, προς Garni το οποίο απέχει περίπου 30χλμ από την πρωτεύουσα. Ο δρόμος είναι σχετικά καλός από άποψη τοπίου, με –όμως- μέτρια κατάσταση οδοστρώματος. Σε πολλά σημεία υπάρχουν καθιζήσεις και αυλάκια, οπότε θέλει αρκετή προσοχή. Σύντομα φτάνουμε στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου (τιμή εισόδου 2,5€ και 0,4€ πάρκινγκ), όπου ένας τύπος με στολή, καπελαδούρα και μια μίνι ταμειακή μηχανή χειρός, παίζει τον ρόλο του παρκαδόρου.
Το σημαντικότερο έκθεμα του αρχαιολογικού χώρου είναι ο Ναός του Μίθρα, ο οποίος κατά την αρχαιότητα ήταν ο Θεός του Ήλιου. Ο ναός κατασκευάστηκε στο 2ο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ. και είναι μοναδικός στο είδος του, όχι μόνο για την Αρμενία αλλά και για την ευρύτερη περιοχή. Είναι χτισμένος με ρωμαϊκή αρχιτεκτονική σε στυλ «περίπτερου», διαθέτοντας δηλαδή, κίονες περιμετρικά. Στα βόρεια του ναού, προσεγγίζεις την κεντρική είσοδο μέσω μερικών σκαλοπατιών, στο τελείωμα των οποίων (αριστερά και δεξιά) απεικονίζονται οι Άτλαντες, γονατισμένοι στο ένα τους πόδι να κοιτούν, ο ένας την ανατολή και ο άλλος την δύση.
Μαζί με εμάς, τον χώρο επισκέπτεται και ένα σχολείο με τους μικρούς μαθητές να μας χαρίζουν χαμογελαστές πόζες. Μόλις σηκώνουμε την φωτογραφική μηχανή, πετάγονται και ποζάρουν στο φακό... Από το ίδιο σημείο μπορείς να απολαύσεις την θέα του φαραγγιού του Garni, το οποίο είναι προσβάσιμο μέσω ενός χωματόδρομου. Ενδεχομένως θα μπορούσαμε να πάμε, αλλά λόγω της πίεσης του χρόνου, αρκούμαστε στο να το φωτογραφίσουμε από ψηλά.
Επόμενος προορισμός μας είναι το μοναστήρι του Geghard. Όσο πλησιάζουμε, μπαίνουμε σε ένα εντυπωσιακό φαράγγι με απότομους βράχους και λίγη βλάστηση. Στο δρόμο συναντάμε αρκετούς μαθητές ακόμα, ένας από τους οποίους βρίσκει διασκεδαστικό να πετάξει στον Στέλιο μία πέτρα την οποία τον πέτυχε στο στήθος. Ήταν μεν μικρή αλλά πόνεσε αρκετά… Λίγο παρακάτω ξεπροβάλει μπροστά μας το μοναστήρι. Εδώ τα πράγματα είναι πιο χαλαρά καθώς αράζουμε δωρεάν στο πάρκινγκ και ανεβαίνουμε στο μοναστήρι διανύοντας μόνο μερικά μέτρα πεζοί.
Το μοναστήρι το οποίο περιστοιχίζεται από τείχη είναι από τα παλαιότερα της χώρας και χαρακτηρίζεται από την παρουσία σπηλιών –όπως αυτές της Καππαδοκίας- που κάποτε αποτελούσαν τις οικίες και ασκηταριά των μοναχών που ασκήτευαν στην περιοχή. Η ιστορία της μονής Geghard εκτείνεται για πάνω από 1500 χρόνια. Ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα και η σημερινή δομή χρονολογείται από τον 13ο αιώνα. Το πιο σημαντικό κειμήλιο, που διατηρεί, είναι η λόγχη που λέγεται ότι τρύπησε την πλευρά του Χριστού, ενώ ήταν στο σταυρό. Δυστυχώς φυλάσσεται τώρα σε μουσείο και όχι στο μοναστήρι.
Η εκκλησία του Geghard αποτελεί το κεντρικό αξιοθέατο και διαθέτει την τυπική αρχιτεκτονική των αρμενικών μοναστηριών, με λιτό εσωτερικό, πέτρινη τοιχοποιία, και απότομες κωνικές σκεπές στα κωδωνοστάσια. Σε κάποια σημεία υπάρχουν αίθουσες εντός του βράχου, που οδηγούν σε μεγαλύτερες αίθουσες ή μικρούς χώρους, σαν κελιά. Περιπλανόμαστε για αρκετή ώρα, τόση όση χρειάζεται για να είμαστε στις 3μμ στην πρεσβεία του Nagorno-Karabakh. Έτσι κι έγινε… Κατά τις 3:30μμ παίρνουμε στα χέρια μας τις βίζες. Οι υπάλληλοι δεν μας σφραγίζουν τα διαβατήρια, αλλά μας δίνουν μια ομαδική βίζα σε διαφορετικό έγγραφο, ώστε να μην έχουμε πρόβλημα αν κάποτε θελήσουμε να μπούμε στο Αζερμπαϊτζάν. Μας δίνουν δε 2 έντυπα, εκ των οποίων το ένα θα έπρεπε να το αφήσουμε στον τελωνειακό σταθμό κατά την έξοδό μας από το κρατίδιο.
Μετά από μία μικρή σύσκεψη αποφασίζουμε να δούμε πρώτα το μουσείο Parajanov (700 Dram (~2.70€) είσοδος και άλλα 700 Dram για φωτογραφίες) και στη συνέχεια να κατευθυνθούμε προς το Μνημείο Γενοκτονίας των Αρμενίων το οποίο βρίσκεται σε περίοπτη θέση στην κορυφή ενός λόφου, ο οποίος είναι ορατός από κάθε σημείο της πόλης.
Ο Sergei Parajanov γεννήθηκε το 1924 από Αρμένιους γονείς στην Τιφλίδα της Γεωργίας. Θεωρείται ένας από τους πιο λαμπρούς και πρωτότυπους σκηνοθέτες του 20ου αιώνα και είναι ο δημιουργός του διάσημου έργου «Το χρώμα του ροδιού». Παρά τη διεθνή του φήμη, την μεγάλη του αναγνώριση, αλλά και την εκτίμηση της διεθνούς κινηματογραφικής κοινότητας που τον βράβευσε επανειλημμένα, ο Parajanov φυλακίστηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς για τη σουρεαλιστική φαντασία της σκηνοθεσίας και της γλώσσας του. Στην απομόνωση των φυλακών, κάτω από τις πιο άθλιες συνθήκες, συνειδητοποίησε πως για να μην τρελαθεί έπρεπε να ασχοληθεί με την ζωγραφική, την συγγραφή και την τέχνη γενικότερα. Βγήκε από την φυλακή με οκτακόσια έργα, εκατό νουβέλες και έξι κινηματογραφικά σενάρια που ισχυρίστηκε ότι είναι “κάθε εξομολόγηση εγκληματία που ψιθυρίστηκε στο αυτί του”. Το 1978 αποφυλακίζεται σαν αποτέλεσμα των ανά τον κόσμο διαμαρτυριών, εκκλήσεων φίλων και καλλιτεχνών, αλλά δεν του επιτρέπεται να δουλέψει σε στούντιο παραγωγής ταινιών.
Το εξαιρετικό, πέρα από το συνηθισμένο, καλλιτεχνικό του έργο, περιλαμβάνει κολάζ, κεραμικά, κούκλες, φιγούρες και διάφορες άλλες συνθέσεις, πολλές από τις οποίες έφτιαξε στην φυλακή. Δημιουργούσε τη δική του μοναδική, αμίμητη ομορφιά, που δεν είχε σχέση με οποιουσδήποτε κανόνες, από φαινομενικά ακατάλληλα υλικά - κιλίμια, παλιές χτένες, σπασμένα παιχνίδια, γυαλιά, προσωπικά αντικείμενα κ.α. Η τελευταία του ταινία, Ashik Kerib, μια Γεωργιανή-Αρμένικη-Αζερμπαϊτζανή συμπαραγωγή έτυχε περιορισμένης προβολής σε αυτές της χώρες. Ήταν μια σκόπιμη προσπάθεια του Παρατζάνοφ να χρησιμοποιήσει την τέχνη για να χτίσει γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς κι ένα από τα λίγα παραδείγματα συνεργασίας μεταξύ των χωρών του Καυκάσου τα τελευταία χρόνια. Πέθανε το 1990 χωρίς να προλάβει να τελειώσει την αυτοβιογραφική του ταινία, “Εξομολόγηση”.
Η συγκεκριμένη έκθεση τέχνης, αξίζει τον κόπο της επίσκεψης, μόνο και μόνο λόγω της ιδιομορφίας της. Να σημειωθεί ότι μαζί με το εισιτήριο, μας δώσανε πληροφοριακό έντυπο στα Ελληνικά παρακαλώ.
Αφήνουμε το μουσείο και κατευθυνόμαστε στο Μνημείο Γενοκτονίας των Αρμενίων το οποίο είναι κτισμένο στο λόφο Τσιτσερνακαμπέρντ (=χελιδονόκαστρο), πάνω από την πόλη. Ο λόφος πήρε το όνομά του από τα χελιδόνια που φώλιαζαν εκεί από αρχαιοτάτων χρόνων και σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση βοηθούσανε στο να επικοινωνεί ο θεός Βαχάγκν με την θεά Αστγκίκ. Δυστυχώς ο χώρος του μνημείου βρίσκεται σε φάση αναμόρφωσης και δεν είναι εύκολα προσβάσιμος, καθώς είναι περιτριγυρισμένος από σκαλωσιές.
Το Μνημείο αποτελείται από μία στήλη ύψους 44 μέτρων που συμβολίζει την αναγέννηση των Αρμενίων. Λίγο πιο πέρα ανυψώνονται οι 12 λίθινες πλάκες κυκλικά τοποθετημένες και γερμένες προς τα εμπρός, οι οποίες παρουσιάζουν τις 12 επαρχίες της Δυτικής Αρμενίας (που ήτανε κατοικημένες κυρίως από Αρμένιους) και που τώρα ανήκουν στην Τουρκία. Ακριβώς στο κέντρο του κύκλου που σχηματίζεται από τις λίθινες πλάκες καίγεται η άσβηστη φλόγα.
Λίγο παραπέρα υπάρχει και το Μουσείο της Αρμένικης Γενοκτονίας, όπου κανείς μπορεί να βρει πληροφορίες περί των γεγονότων του 1915, έγγραφα και φωτογραφίες. Το Μουσείο έχει και το δικό του μικρό πάρκο, όπου πρόεδροι, πρωθυπουργοί, αξιωματούχοι, διπλωμάτες, πολιτικοί, διανοούμενοι, ηθοποιοί ξένων χωρών επισκεπτόμενοι το Μνημείο, φυτεύουν δέντρα προς τη μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας. Με λίγο ψάξιμο βρήκαμε τα έλατα που έχουν φυτέψει και οι Έλληνες πολιτικοί, Κ. Παπούλιας και Α. Σπηλιοτόπουλος.
Επιστρέφουμε στο διαμέρισμα για μπανάκι πριν την έξοδο για ανεύρεση τροφής. Κατηφορίζουμε προς την πλατεία Δημοκρατίας, όπου αντικρίζουμε ένα όμορφο θέαμα. Ένας DJ παίζει γνωστές μελωδίες και τα φωταγωγημένα σιντριβάνια ακολουθούν άριστα το ρυθμό κάτω από τα βλέμματα πολλών θεατών όλων των ηλικιών…
Η ανεύρεση τροφής αποδεικνύεται δύσκολη υπόθεση, καθώς το δεύτερο προτεινόμενο εστιατόριο που μας είχε πει η Alice ήταν κλειστό και 2-3 που μας γεμίζουν το μάτι στην πορεία είναι φίσκα. Καταλήγουμε σε ένα κυριλέ, ονόματι «Dolmama», κοντά στο διαμέρισμα όπου τρώμε καλά μεν, ακριβά δε για τα δεδομένα της χώρας. Επιστρέφουμε στο διαμέρισμα κατάκοποι αλλά ενθουσιασμένοι από την όμορφη πρωτεύουσα. Αύριο θα την αφήσουμε πίσω μας, αλλά στο βάθος του μυαλού μας παίζει ένα σενάριο να ξαναεπιστρέψουμε…