Λίγο πριν την «αναχώρηση» του 2013, σκεφτήκαμε να το αποχαιρετήσουμε κάνοντας μια εκδρομή σε ένα από τα ομορφότερα μέρη της Ελλάδος, την Πελοπόννησο. Οι οικογενειακές-κοινωνικές υποχρεώσεις δυσκολεύουν λιγάκι τις εξορμήσεις τέτοιου είδους ημέρες, εντούτοις ο Στράτος και εγώ κάπως μπορέσαμε να ξεγλυστρίσουμε. Ο καιρός –παρά τις βροχές των προηγούμενων ημερών- υπήρξε ο μεγαλύτερος σύμμαχός μας, προσφέροντας μας μια απίστευτη λιακάδα που –αν εξαιρέσει κανείς την χαμηλή θερμοκρασία- θύμιζε ανοιξιάτικη μέρα! Το ραντεβού δόθηκε στον κόμβο του Διακοφτού, καθώς ο Στράτος θα ερχόταν από το Αγρίνιο και ο εγώ θα ξεκινούσα από την Αθήνα. Ο δε συντονισμός των δυο μας ήταν εντυπωσιακός αφού η άφιξή μας ήταν λιγότερο από 10 λεπτά διαφορά! Ξεκινήσαμε με αρχικό προορισμό τα διάσημα Καλάβρυτα. Στην ευχάριστη διαδρομή με τις άνετες στροφές δεν συναντήσαμε ιδιαίτερη κίνηση, παρά το γεγονός πως η περιοχή αποτελεί έναν από τους πιο γνωστούς χειμερινούς προορισμούς της νότιας Ελλάδας. Ενδεχομένως, να έπαιξε ρόλο το ελάχιστο χιόνι που είχε πέσει στο χιονοδρομικό κέντρο.
Ακολουθώντας λοιπόν την όμορφη διαδρομή, φτάσαμε στην κεντρική πλατεία των Καλαβρύτων με τον χαρακτηριστικό σιδηροδρομικό σταθμό. Πλήθος κόσμου βολτάριζε στον κεντρικό πεζόδρομο, που φιλοξενεί πολλά μαγαζάκια με τοπικά προιόντα, ταβέρνες αλλά και γουστόζικες καφετέριες. Σε μια από αυτές καθήσαμε και εμείς, δίπλα στο τζάκι με θέα τον σιδηροδρομικό σταθμό. Η ώρα περνούσε ευχάριστα με την κουβέντα και το ζεστό περιβάλλον, όμως ο δρόμος μας καλούσε να συνεχίσουμε την εκδρομή μας. Αφού κάναμε μια βόλτα στον πεζόδρομο. αφήσαμε τα Καλάβρυτα ακολουθώντας την σήμανση για Πάτρα –αρχικά- και Λαγοβούνι-Κάνδαλο-Πριόλιθο στην συνέχεια. Ο δρόμος ήταν σχεδόν ερημικός. Η άνετη οδήγηση και η εκπληκτική θέα των βουνών έκανε την οδήγηση μας απολαυστική. Αρχικά κινηθήκαμε σε ένα οροπέδιο, ενώ σιγά-σιγά ανεβήκαμε υψομετρικά μέχρι την διασταύρωση για Δρυμό – Κλειτορία. Στρίψαμε δεξιά –προς Δρυμό- ακολουθώντας έναν ορεινό στενό δρόμο που κινούνταν σε υψόμετρο άνω των 1000μ., προσφέροντας μοναδική πανοραμική θέα της περιοχής. Συναντήσαμε συμπαθητικά γραφικά χωριά, με ελάχιστη τουριστική ανάπτυξη (σχεδόν ανύπαρκτη), ενώ με δυσκολία βλέπαμε κατοίκους.
Ένα από τα ομορφότερα χωριά που περάσαμε ήταν Αροανία. Χτισμένη στην πλαγιά ενός βουνού, τα πετρόχτιστα σπίτια της την έκαναν να εντυπωσιάζει καθώς εμφανιζόταν ξαφνικά έπειτα από μια στροφή της διαδρομής που ακολουθούσαμε. Κινούμενοι μέσα στα στενά δρομάκια της, συναντήσαμε την μικρή πινακίδα για Αλέσταινα. Στρίψαμε αριστερά και οδηγώντας σε έναν στενό δρόμο –που σε έκανε να αμφιβάλλεις αν είχε επιλέξει την σωστή κατεύθυνση- βρεθήκαμε ένα μικρό διάσελο που φιλοξενουσε ένα εξωκλήσι. Κάναμε μια ολιγόλεπτη στάση να απολαύσουμε την θέα…
Απο κει και πέρα ο κατηφορικός δρόμος περνούσε μέσα από την Κάτω Χόβολη για να καταλήξει στην διασταύρωση με τον επαρχιακό δρόμο Λεβιδίου-Πύργου. Σκεφτήκαμε να επισκεφτούμε την λίμνη του Λάδωνα, οπότε τον διασχίσαμε ακολουθώντας τις πινακίδες για Δάφνη-Λίμνη Λάδωνα. Το τοπίο συνέχιζε να είναι εντυπωσιακό αποτελούμενο –κυρίως- από πλατάνια. Στην Δάφνη συναντήσαμε τις πρώτες πινακίδες για πηγές Λάδωνα-Καγιάκ. Χωρίς να έχουμε κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα στην εκδρομή μας, σκεφτήκαμε να επισκεφτούμε το μέρος, καθώς θεωρήσαμε πως με τον τρόπο αυτό θα προσεγγίζαμε ένα όμορφο –ενδεχομένως- τμήμα του ποταμού. Τελικά οι υποθέσεις μας επιβεβαιώθηκαν και μετά από 4-5χλμ. φτάσαμε στο σημείο που ξεκινά το rafting. Ήταν το καταλληλότερο σημείο να κάνουμε μια στάση, για να τιμήσουμε την τυρόπιτα της μητέρας του Στράτου.
Η ώρα είχε φτάσει 4μμ. και είχαμε αρκετά χιλιόμετρα μπροστά μας μέχρι τα Άνω Δολιανά, όπου θα διανυκτερεύαμε αν βρίσκαμε διαθέσιμο κατάλυμμα. Για τον λόγο αυτό, αλλάξαμε το σχέδιο και αποφασίσαμε να μην κινηθούμε περιμετρικά τις λίμνης του Λάδωνα. Το νέο πλάνο ήταν να κινηθούμε νοτιο-ανατολικά προς Βλαχερνα-Λεβίδι και από εκεί να κάνουμε μια διαδρομή μέσα στο αρκαδικό οροπέδιο μέχρι να καταλήξουμε στην Τρίπολη και μετά στα Άνω Δολιανά. Έτσι κι έγινε... Από το σημέιο που ήμασταν ένας σύντομος (1000μ.), βατός χωματόδρομος οδηγούσε στο επαρχιακό δίκτυο για Λεβίδι. Η διαδρομή ήταν πολύ άνετη και σύντομα, αφού περάσαμε τα Βλαχερνά (με οδηγούς τις πινακίδες για Αθήνα), φτάσαμε στο Λεβίδι. Λίγο πριν την κεντρική πλατεία συναντήσαμε την σήμανση για Νεμέα – Κανδήλα. Οδηγούσαμε πλέον στο οροπέδιο του οποίου το μεγαλύτερο μέρος έχει μετατραπεί σε καλλιεργίσιμες εκτάσεις.
Σύντομα βρεθήκαμε στην διασταύρωση για Παλαιόπυργο – Τρίπολη. Συνεχίσαμε για Τρίπολη και μετά από μερικά χιλιόμετρα βρεθήκαμε στον κόμβο για Πικέρνη. Στον χάρτη μας απεικονιζόταν ένας δρόμος μετά το συγκεκριμένο χωριό, όπου οδηγούσε στην Σάγκα. Σκεφτήκαμε πως φτάνοντας εκεί, θα μπορούσαμε να βγούμε κοντά στην σήραγγα του Αρτεμησίου και από εκεί ακολουθώντας τον αυτοκινητόδρομο θα φτάναμε σύντομα στον τελικό προορισμό της ημέρας. Έτσι λοιπόν, συνεχίσαμε φτάνοντας στην Πικέρνη η οποία είναι χτισμένη στους πρόποδες του όρους Αρμενιά. Χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, εντυπωσιάζει με την αμφιθεατρική θέση της καθώς επίσης και με την θαυμάσια θέα του αρκαδικού οροπεδιού που απλώνεται μπροστά της. Οδηγώντας στα στενά δρομάκια της, φτάσαμε στο νεκροταφείο που βρισκόταν λίγο έξω από το χωριό. Εκεί τελείωνε και ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος. Την ώρα που σταματήσαμε για να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να ακολουθήσουμε την συγκεκριμένη διαδρομή, ένας ντόπιος, που βρέθηκε στο σημείο, μας ενημέρωσε πως η κατάσταση του χωμάτινου δρόμου (20χλμ.) ήταν κακή γεμάτο «νεροφαγιές» από τις βροχοπτώσεις των προηγούμενων ημερών. Έτσι θεωρήσαμε πως ήταν προτιμότερο να επιστρέψουμε προς τα πίσω και να συνεχίσουμε προς την Τρίπολη.
Οδηγώντας σε μια όμορφη πεδινή διαδρομή, περάσαμε τον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Μαντινείας, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός από την εκκλησία της Αγίας Φωτεινής, που ξεχωρίζει με τον μοναδικό αρχιτεκτονικό της ρυθμό! Έχοντας σχεδόν νυχτώσει και με το κρύο να γίνεται αισθητό, φτάσαμε το όμορφο χωριό των Άνω Δολιανών και όπως ήταν αναμενόμενο κατευθυνθήκαμε απευθείας στο παραδοσιακό-έντεχνο καφενείο του Γιώργου και της Βίκης, το «Ονειρολόγιο». Μόλις μας είδαν, χάρηκαν με την ξαφνική επίσκεψή μας και το καφεδάκι τους ήταν ότι καλύτερο για εκείνη την ώρα. Με ένα τηλεφώνημα στο Δασικό Χωριό που βρίσκεται ακριβώς πάνω από τα Άνω Δολιανά, καταφέραμε να βρούμε διαθέσιμο δωμάτιο. Έτσι χαλαρώσαμε και απολαύσαμε την παρέα των φίλων μας, χωρίς να έχουμε στο μυαλό μας πως θα έπρεπε να διανύσουμε κι άλλα χιλιόμετρα. Κατά τις 10μμ. πήγαμε να φάμε σε διπλανή ταβέρνα και αργότερα καταλήξαμε σε ένα από τα ξύλινα σπιτάκια του Δασικού Χωριού, με την παρέα της φωτιάς του τζακιού, το τσίπουρο του Στράτου και φυσικά πολλή κουβέντα για την διαδρομή της ημέρας... μια διαδρομή δίχως πρόγραμμα, γεμάτη όμορφες εικόνες!
Επόμενη μέρα...
Το επόμενο πρωινό μας βρίσκει ξεκούραστους στο Δασικό Χωριό των Άνω Δολιανών. Παρά την θέρμανση από τα καλοριφέρ και το αναμένο τζάκι, το προηγούμενο βράδυ αισθανθήκαμε το κρύο, γεγονός που αποδείκνυε πόσο χαμηλά είχε κατέβει η θερμοκρασία. Μαζέψαμε τα πράγματά μας και κατεβήκαμε στους φίλους μας στο Ονειρολόγιο για πιούμε τον πρωινό μας καφέ αλλά και να δούμε την διαδρομή που θα ακολουθούσαμε.
Αφού μιλήσαμε με τον Γιώργο Ζ. από το Ναύπλιο -εξαιτίας των επαγγελματικών υποχρεώσεων του-, αλλάξαμε το σχεδιό μας για επίσκεψη στην πόλη του και αποφασίσαμε να κινηθούμε νότια, με σκοπό να διανυκτερεύσουμε σε ένα χωριό κοντά στην Καλαμάτα.
Κατά τις 12.30 ξεκινήσαμε. Ακολουθώντας την ορεινή διαδρομή που οδηγούσε στην καρδιά του όρους Πάρνωνα. Μόλις περάσαμε το μεγαλοχώρι του Αγίου Πέτρου με τις εντυπωσιακές εκκλησίες, πήραμε την κατεύθυνση για Τζίτζινα (Πολύδροσο), κτλ. Ουσιαστικά ακολουθήσαμε έναν ερημικό δρόμο που διέσχιζε ελατόδασος, φτάνοντας σε υψόμετρο 1500μ. Σε κάποια ανήλια σημεία, το οδόστρωμα είχε πιάσει πάγο και χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή!Μετά από περίπου 30χλμ. βρεθήκαμε στο γραφικό χωριό Βαμβακού. Περάσαμε μέσα από τα στενά δρομάκια του με κατεύθυνση την Μεγάλη Βρύση και τα Βρέσθενα. Μέσα σε ένα εκπληκτικό τοπίο συναντήσαμε την μικρή πινακίδα για «Μονή Ρεματιανής». Ένας στενός δρόμος 1500μ., σε καλή κατάσταση, οδηγούσε σε έρημο –πλην όμως συντηρημένο- μοναστήρι.
Φτάνοντας, αφήσαμε τις μοτοσικλέτες σε ένα μικρό πλάτωμα και ανεβήκαμε στον μέσω του πέτρινου μονοπατιού μέχρι την είσοδο του μοναστηριού. Χρονολογείται από τον 15ο αιώνα. Το καθολικό της μονής ανάμεσα σ’ ερειπωμένα κελιά άντεξε στη δοκιμασία ανώμαλων καιρών. Είναι τρουλαίος σταυροειδής ναός και διατηρεί μέγα τμήμα από τον εσωτερικό διάκοσμο ακόμη και τώρα σε καλή κατάσταση. Μάλιστα παρατηρώντας καλύτερα μπορεί να διαπιστώσει κανείς πως το εσωτερικό του ναού αλλά και του τρούλου ακολουθεί την μορφολογία του βράχου, πάνω στον οποίο είναι χτισμένος. Περιεργαστήκαμε για αρκετή ώρα τον χώρο απολαμβάνοντας το τοπίο από διάφορα σημεία του μοναστηριού.
Συνεχίσαμε στο ίδιο σκηνικό μέχρι τα Βρέσθενα όπου το τοπίο άλλαξε και η βλάστηση αποτελούνται κυρίως από ψηλά πουρνάρια. Διασχίζοντας το μεγαλοχώρι των Βρεσθενων, με κατεύθυνση την Σπάρτη, οδηγήσαμε μερικά χιλιόμετρα μέχρι που συναντήσαμε την πινακίδα για «Ιερά Μονή Βρεσθενίτισσας». Έχοντας καλές εντυπώσεις από την προηγούμενη επιλογή, σκεφτήκαμε να επισκεφτούμε και αυτό το μοναστήρι, καθώς ο δρόμος που οδηγούσε μέχρι εκεί δεν ξεπερνούσε τα 1500μ.
Καταλήξαμε σε ένα χαμηλό ύψωμα όπου μέσα σε συστάδα κυπαρισσιών και πεύκων βρισκόταν η εκκλησία. Η ίδρυση της Μονής ανάγεται στον 14ο αιώνα. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, ιδρύθηκε η Επισκοπή Βρεσθένης, με έδρα τα Βρέσθενα. Στις αρχές του 19ου αιώνος η μονή της Παναγίας είχε τρία κελλιά, χώρους για τα ζώα, μία κατοικία εντός του περιβόλου (που προφανώς αποτελούσε την κατοικία του εκάστοτε Επισκόπου) και μία πηγή. Το μοναστήρι πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς από τις ορδές του Ιμπραήμ Πασά τον Ιούλιο του 1826. Η καταστροφή αυτή οδήγησε στην ραγδαία παρακμή της και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1830 η μονή παρέμενε μισοκατεστραμένη. Το 1833, κατά την εφαρμογή του νόμου του Όθωνος περί διαλύσεως των μονών που είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς, διαλύθηκε ουσιαστικά και η Παναγία η Βρεσθενίτισσα. Μετά τη διάλυσή της, η μονή υπέστη και νέες ζημιές, λόγω καθιζήσεως του εδάφους. Τελικώς ανακαινίσθηκε για δεύτερη φορά στις αρχές του 20ού αιώνος, όταν σκεπάσθηκαν με ασβέστη και πολλές από τις παλαιότερες τοιχογραφίες της.
Αφήσαμε την μονή και σε λίγα χιλιόμετρα συναντήσαμε την Ε.Ο. Τρίπολης-Σπάρτης. Συνεχίσαμε για Σπάρτη με σκοπό να επισκεφτούμε τον Μυστρά. Φτάνοντας όμως στην είσοδο του χώρου, η ώρα είχε φτάσει 5.30μμ. Αποφασίσαμε πως ήταν καλύτερα να αναβάλουμε την επίσκεψή μας και να συνεχίσουμε προς Καλαμάτα, μέσω της ορεινής διαδρομής του Ταυγέτου, όσο είχε ακόμα φως. Η συγκεκριμένη διαδρομή εντυπωσιάζει όλους όσους την πραγματοποιούν! Η θέα των απόκρυμνων βράχων, η πλούσια βλάστηση αποτελούμενη από πεύκα, πλατάνια και έλατα, οι άνετες στροφές και τα χαρακτηριστικά φυσικά τούνελ αποτελούν μερικά από τα χαρακτηριστικά της! Ο δρόμος αυτός –στο μεγαλύτερο μέρος του- είναι η ίδια με αυτόν που οδηγούσε στην αρχαία Σπάρτη! Στο υψηλότερο σημείο βρίσκεται το τουριστικό περίπτερο Ταυγέτου. Σταματήσαμε να πιούμε έναν καφέ πριν πάρουμε τον δρόμο για την Καλαμάτα. Το τοπίο ήταν εντυπωσιακό και η ομίχλη που επικρατούσε πρακαλούσε μια ιδιαίτερη αίσθηση! Αργά το απόγευμα καταλήξαμε στην Καλαμάτα και ειδικότερα στην δυτική παραλία της πόλης, όπου βρίσκεται η μικρή μαρίνα. Εκεί φιλοξενούνται πλήθος εστιατορίων σε ενα από τα οποία σταματήσαμε για να φάμε. Κάπως έτσι τελείωσε η μικρή περιπλάνησή μας στην Πελοπόννησο... Κάπως έτσι χαιρετίσαμε το 2013 αλλά και καλοσωρίσαμε το 2014...
Καλή χρονιά με πολλά ασφαλή, μακρινά και περιπετειώδη χιλιόμετρα σε όλους!!!